Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Οκτώβριος 1922


Οκτώβριος 1922

1._ Πρωί ανέβημεν πάλιν εις Άγ. γιαριν και πήραμε έξι φορτία σιτάρι και με τα ζώα μαζί τα στείλαμε διά Σάντα με δύο τρείς άνδρας και ημείς εμείναμε. Αργότερα πέρασαν δέκα άλογα φορτωμένα αλλά είχαν ασβέστη και δεν τους πειράξαμε, μόνον πήραμε ένα μουλάρι και συμφωνήσαμε μαζί τους όπως διά την αύριον φέρουν δύο φορτία σιτάρι και το παίρνουν πήσω το μουλάρι.

2._ Σήμερα πήραμε πενήντα δύο γαϊδούρια με φορτία σίτου και ένα άλογο επίσης φορτωμένο εις δε το απάνω βουνό Τεβέ πογίν όπου είχαμε μερικούς άνδρας διά κάθε ενδεχόμενον, εσταμάτησαν πέντε κοπάδια πρόβατα εμπορικά και εξήκοντα βώδια μεγάλα και φθάσαντες και ημείς εκεί πήραμε διακόσια πρόβατα ανά σαράντα από κάθε κοπάδι και τριάκοντα βώδια μεγάλα των τριακοσίων οκάδων, τα οποί α πήραμε μόνον διά τα δέρματά τους και ξεκινήσαμε όλοι διά την Σάνταν απέχουσαν 6 ή 7 ώρας.
Και με τους ονηλάτας εφθάσαμε το βράδυ εις Ισχανάντων.

3._ Εστείλαμε πίσω τους ονηλάτας μαζί με τα ζώα τους και επί πλέον τους δώσαμε και δέκα πέντε πρόβατα μεγάλα τα οποία σχεδόν ισοδυναμούσαν με τα σιτάρια τους και μείναντες υπερευχαριστημένοι διαδίδοντες ότι εις τους Τούρκους δεν βρίσκονται τέτοιοι άνθρωποι.
Μετά τινας ημέρας τα βώδια στείλαμε εις το ποτάμι της Μονής και ημείς αρχίσαμε να κόψωμεν τα πρόβατα και να τα κρύψωμεν σε διάφορα μέρη και βιαστικά διότι ασφαλώς θα ήρχετο στρατός.

12._ Ήλθε πάλιν ο Μιλτιάδης Σοφιανός συνοδευόμενος υπό δύο Ζανταρμάδων και εκ των οποίων ο εις φοβηθείς έμεινε εις Γαλίαναν ο δε άλλος τον ακολούθησε, Ισεήν Φετόγλη λεγόμενος από Κουρλούκ. Και μας ειδοποιούν ο Μητροπολίτης και η Κυβέρνησις όπως πάμε εις την Μονήν του Αγ. Γεωργίου Περιστερά προς συνενόησιν μετά της Κυβερνήσεως.

13._ Εστείλαμε εις διάφορα μέρη παιδιά να μάθουν τι γίνεται και που κινείται ο στρατός και αναλόγως να πράξωμεν διότι είχαμε πολλά πρόβατα και βώδια ακόμη να σφάξωμε.

14._ Ήλθε σήμερα ο Αλής φέρων και σαράντα παγκανότες από τους ιδιοκτήτας των μουλαριών που πήραμε από Κιλκινλούκ και να τα επιστρέψωμεν και συμφωνήσαντες τα στείλαμε με δύο παιδιά να τα αφήσουν την νύκτα κοντά στο χωριό Αγρίδ διότι ο Αλής δεν μπορούσε να τα πάγει απ' ευθείας.

15._ Ήλθαν και πήγαν διά ειδήσεις και λέγουν ότι ο στρατός ήλθεν εις Λιβεράν, Καπούκιοην και Γαλίαναν. Οι πηγαίνοντες τα μουλάρια λέγουν ότι ήλθε και εις Σίμωναν.
Εγράψαμε μίαν πολύ προσβλητικήν επιστολήν προς την Κυβέρνησιν της οποίας το αντίγραφον με πολλά άλλα έγγραφα και επιστολάς τα οποία θα ήσαν πολύ χρήσιμα τώρα να τα παραθέτωμεν αλλά ήτο αδύνατον εκ του όγκου των να μεταφερθούν και την τελευταίαν στιγμήν τα έκαψα. Και αυτά τα λίγα που έμειναν με πόσας δυσκολίας τα έστειλα εδώ με τον Σπύρον Παπαδόπουλον εκ Λυκάστης δημοδιδάσκαλος και πριν φθάσωμεν ημείς εις Ελλάδαν τα έφερε και τα παρέδωσε στην οικογένειάν μας.
Και δώσαντες την επιστολήν εις τον Μιλτιάδην και Ζαντάρμαν τους στείλαμε πίσω φορτώσαντες αυτούς και με κρέας διά να φέρουν στα σπίτια τους.

16._ Έμειναν λίγα πρόβατα ακόμη ζωντανά και αφήσαμε λίγους να τα κανονίσουν και οι άλλοι μαζί με τον Δαμιανόν Τσιρίπ φθάσαμε εις Ασπρόνερον κάτωθεν Μανουκλή ποτάμι της Μονής, όπου ήσαν τα βώδια διά να τακτοποιήσωμεν και εκείνα.
Την επομένην εκόψαμε τα μισά και πήραμε τα δέρματα και ειδοποιήσαμε στα γύρω χωριά και ήρχοντο και έπερναν το κρέας διότι δι' ημάς ήτο άχρηστον.

19._ Δύο εκ των συντρόφων μας ήλθαν από Σάντα οι δε άλλοι έμειναν εκεί διότι ο Γεώργιος Καλαϊτσίδης ασθένησε και έμειναν μαζί του. Όταν φύγαμε από την Σάντα ο Δαμιανός Τσιρίπ έστειλε δύο εις Γαλίαναν να φέρουν αλάτι και ακόμη δεν έφθασαν.

20._ Από Σκαλίτα όπυ έχει στρατόν καθ' ημέραν ανεβαίνουν στα βουνά προς επιθεώρησην και τους βλέπωμεν μακρόθεν.

22._ Βλέπομεν στρατιώτας στο βουνό άνωθεν ημών να έρχονται από Μετσίτια και φθάσαν εις Κοχρακόλιθον και άλλοι από Σκαλίτα ανέβησαν εις Κουθάλ.

23._ Αφήσαμε τέσσαρας άνδρας εδώ να καταβούν εις τα κάτω χωριά να πάρουν καπνόν και να έλθουν και οι άλλοι με πέντε έξι βώδια που έμειναν εφύγαμε διά Σάντα διότι το μέρος μας εδώ ήτο επικύνδυνον πολύ.
Από Σαρί τας εστείλαμε τρείς διά Πιστοφάντων να παρακολουθήσουν τι γίνεται στα χωριά και ημείς θα πηγαίναμε διά Πογιά χανέ. Από Μονενέν όμως διακρίνωμε φωτιές εις Αμπάρια και Κιμισλή οπόθεν θα περνούσαμε. Και αναγκασθήκαμε και ημείς να γυρίσωμεν τον δρόμον μας προς Πιστοφάντων. Και φθάσαντες εις Μιντσινάδες όπου από το παρεκλήσιον του Αγ. Θεοδώρου βλέπωμεν να ανάβουν φωτιές μεγάλες εις όλα τα χωριά καθώς και εις το σπήλαιον έναντι του Πιστοφάντων όπου είχαμε κρυμένα ογδοήκοντα πρόβατα σφαγμένα και τα οποία φοβηθέντες μήπως τα δηλητηριάσαμε τα έκαψαν όλα. Και μη έχοντες πιά δρόμον ανοιχτόν προς τα κάτω και έχοντες μαζί μας και τα βώδια των οποίων τα δέρματα ήσαν απαραίτητα δι ημάς διά τσαρούχια, αναγκασθήκαμε να κατεβούμε κάτω, μέσα στο ποτάμι εις Σπελεπόρτια Τσιαρτσή και αμέσως εκόψαμε τα βώδια και πριν ξημερώσει τα τακτοποιήσαμε όλα τα δέρματα εκρύψαμε καλώς το δε κρέας εβάλαμε εις ένα μικρόν σπήλαιον και κλείσαμε την είσοδον διά λίθων όπως μη γίνονται αντιληπτά από τα κοράκια τα οποία μπορούσαν να προδίδουν την θέσην μας διότι δεν είμεθα καθόλου ασφαλισμένοι εκεί διότι δάσος δεν υπήρχε και το μέρος πολύ στενόν, λίγοι στρατιώται αρκούσαν να μας σκοτώσουν όλους. Και περιμέναμε να βραδυάσει διά να φύγωμεν εκείθεν διότι πιά εμείναμε δίχως ζώα και μπορούσαμε να περάσωμε οπουδήποτε έστω και πλησίον από στρατιώτας την νύκτα.
Εδώ αξίζει να σημειώσωμες και το εξής επισόδιον: Κατεβαίνοντες την νύκτα προς το ποτάμι τρείς πηγαίναμε εμπρός διά να καθορίσωμε τον δρόμον που θα κατεβαίναμε και πριν φθάσωμε κάτω ακούγομε να έρχονται τον ανήφορον και προς ημάς κρότον βημάτων, ανθρώπους δεν διακρίναμε ακόμη διότι ήτο σκοτάδι πυκνόν. Ημείς σταματήσαμε και κρυφθήκαμε εις μίαν μεγάλην πέτραν και βλέπομε τότε να μας πλησιάζουν τέσσαρες άνδρες. Αμέσως καταλάβαμε ότι θα είναι ο Μικτάρης της Σάντας ο Κωνσταντίνος Χειμωνίδης και οι σύντροφοί του που ήσαν κρυμένοι εις το απέναντι του Πιστοφάντων δάσος εις ένα μικρόν σπήλαιον και οίτινες ήρχοντο τακτικά προς ημάς και τους δίναμε τρόφημα. Ήσαν δε ανήκανοι διά όπλα και έτσι εκρύβοντο εκεί προς ασφάλειάν των. Και μόλις είδαν και αυτοί τις φωτιές και διέκριναν τον στρατόν έφυγαν εκείθεν και ακριβώς την ίδιαν βραδυά θα πήγαιναν εις την Μονήν Σουμελά φορτωμένοι τα ρούχα τους και τα ολίγα τρόφημα που είχαν. Και μη όντες αποκλειστικώς βέβαιοι ότι είναι αυτοί, τους φωνάξαμε Τουρκιστί ποίος είναι. Αυτοί αμέσως επέταξαν τα φορτία τους και πήραν τον κατήφορον φεύγοντες. Τότε τους φωνάξαμε Ελληνιστί να σταθούν διότι είμεθα ημείς αλλά αυτοί από τον τρόμον και την βίαν που έτρεχαν δεν άκουγαν και έτσι έφυγαν δίχως να μπορούμε να τους σταματήσωμε και υπέφεραν πολύ.

24._ Μόλις ενύκτωσε εφύγαμε εκείθεν και ανέβημεν εις Καζουκλή διά να πάμε εις Ζουγούν κιολίν. Εβάλαμε δύο άνδρας εμπροσθοφυλακήν και προχωρούσαμε ότε η εμπροσθοφυλακή, ήτις ήτο εκατόν μέτρα εμπρός κατέβαινε τον μικρόν κατήφορον να φθάσει εις Κιμισλή συνηντήθη με δύο στρατιώτας οίτινες τους φώναξαν ποίοι είναι, αμέσως επυροβόλησαν οι δικοί μας και ετραυμάτησαν τον έναν ο δε άλλος έφυγε κατά τα προχώματα που ήσαν εκεί πλησίον και οι δικοί μας πριν προφθάσουν να έλθουν πίσω, αμέσως ακούγωμε ένα πυρ ομαδόν που δεν σταματούσε και από διάφορα σημεία εφώναζαν και πυροβολούσαν. Ημείς είχαμε κοντά μας προχώματα παλαιά του Ρώσσικου στρατού και ταμπουρωθήκαμεσυνάμα πυροβολούντες. Αλλά διακρίναμε από τους πυροβολισμούς ότι είναι πολύς στρατός εκεί. Επί ημίσιαν ώραν ηκούγοντο οι πυροβολισμοί ότε κατόπιν επήλθε ησυχία και δεν ηκούγετο ούτε ο ελάχιστος κρότος. Υποθέσαμε ότι θα αρχίσουν να κυκλώσουν το μέρος και διά τούτο σταμάτησαν. Αμέσως εδώσαμε το σύνθημα και σιγά σιγά αρχίσαμε να οπισθοχωρούμε κανονικώς. Εφθάσαμε εις Χαϊν κιτούκ όπου καθήσαμε και αναπαυθήκαμε και εκείθεν εφθάσαμε εις το Σπήλαιον Αρπαλή.
Και ως εξακριβώσαμε κατόπιν, ευρίσκετο εις Κιμισλή τότε ένας λόχος στρατού και εφύλαγαν τας διόδους και διάφορα μονοπάτια και νομίσαντες ότι τους επετέθημεν διά νυκτερινόν αιφνιδιασμόν αμέσως όσοι πρόλαβαν πήραν τα όπλα τους και άλλοι δίχως όπλα έφυγαν προς την Σάντα όπου ευρίσκετο ο περισσότερος στρατός αφήσαντες επί τόπου όπλα, αντίσκηνα και όλον τον εφοδιασμόν τους καθώς και τα ζώα τους τραυματισθέντες και αρκετοί.
Δεν αντελήφθημεν όμως ημείς την φυγήν τους να κατέλθωμεν εκεί να τους λεηλατήσωμε καλά και φοβηθέντες κύκλωσιν εφύγαμε και ημείς. Και έτσι εσυμπληρώθη η παροιμία : Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη.

25._ Δ'υο τρείς φυλάγαμε τον δρόμον που έρχεται εκ της Μονής διότι περιμέναμε να έλθουν εκείθεν οι τέσσαρες σταλέντες διά καπνόν, αλλά δεν ήλθαν.

27._ Βλέπωμεν αντικρύ μας εις Σιαϊν καγιά να έρχεται στρατός εξερευνών τα βουνά και τα δάση. Κρυφθήκαμε πίσω από δένδρα και παρακολουθούσαμε. Κατέβηκαν χαμηλά στο δάσος απέχοντες λίγο από ημάς όπου μόνον το ποτάμι μας χώριζε και ερευνούσαν. Κατόπιν από το βουνό ηκούσθη η Σάλπιγξ και αμέσως γύρισαν πίσω και έφυγαν δεν μας είδαν. Μανθάνωμεν ότι αυτήν την φοράν εργάζονται πολύ διαφορετικά διότι έστειλαν στρατόν σε πολλά μέρη και φυλάγουν νύκτα και μέρα όλους τους δρόμους και στήνουν ενέδρας και ότι είναι επτά τάγματα στρατού επί ποδός. Και στα μονοπάτια ακόμη στήνουν ενέδρας και σε απόκεντρα μέρη. Όπως πάση θυσία μας εξοντώσουν.
Βράδυ ξεκινήσαμε, εφθάσαμε εις Χαρμάν πίσω από Κιμισλή και διά του παρχαρίου Πιλίκονος εφθάσαμε εις Σουγούν κιολίν και πήραμε τρόφημα από τον Χριστόφορον Καϊταλίδην που είχε εις Υπαπαντήν πέτρας Αρκουρή.

28._ Συνήλθαμεν εις σύσκεψην όλοι περί του τρόπου της ενεργείας μας και που πρέπει να στήσωμε λημέρι αλλά μερικοί φοβηθέντες την κατάστασιν εδήλωσαν ότι θα φύγουν κατά την Μονήν Σουμελά και έφυγαν οκτώ. Ο δε Δαμιανός Τσιρίπ εδήλωσε ότι θα φύγει διά Δίρχαν με την ομάδα του και έτσι εμείναμε μόνονημείς δέκα έξι οπλίται και πέντε άοπλοι και επειδή είχαμε τα τρόφημά μας μακρυά εφύγαμε από Σουγούν κιολην εφθάσαμε εις Χαρατσιάντων όπου είχαμε δύο αμπάρια γεμάτα τσίρια "ξηρά αχλάδια στον φούρνον" και

29._ Πήραμε αρκετά μαζί μας και βρίσκωμε σημείωσην εκεί των παιδιών του Χριστ. Αγγελίδη και των δύο άλλων οίτινες εστάλησαν από Σαρί τας εμπροσθοφυλακή εις Πιστοφάντων και οίτοινες θα ήρχοντο εις Πογιά χανέν όπου θα ενταμώναμε.
Και επειδή δεν μας βρήκαν εκει διά λόγους που γράψαμε παραπάνω, άφησαν σημειώσεις σε διάφορα μέρη που είχαμε τρόφημα γνωρίζοντες ότι θα τα βρούμε.
Κάτω εις Φτελέν βλέπωμεν πολλούς Τούρκους χωρικούς φορτωμένοι κεραμίδια εκ Σάντας πήγαιναν διά τα χωριά τους. Εκείθεν φθάσαμε εις Βαϊβάι τερέν και μερικοί πήγαν εις Χαντσάρ να φέρουν καβουρμάν. Ήλθαν μεσάνυκτα και βρήκαν εκεί άλλην σημείωσην του Χριστοφόρου ότι θα βρίσκονται εις τα κόμια του Γιαλαμά και εκεί να τους ειδοποιήσωμε. Έφθασαν και οι άλλοι που έμειναν εις το ποτάμι της Μονής διά καπνόν.

30._ Ακούγωμεν πολλούς πυροβολισμούς κατά το Φτελέν και δεν ξέρωμεν τι συμβαίνει.


31._ Ήλθεν ο Χριστόφορον από κόμια Γιαλαμά αλλ' επειδή εμείς ανέβημεν λίγο ψηλότερα δεν μας βρήκαν, κοιμήθηκαν εκεί και το πρωί ήλθαν μας αντάμωσαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η Σάντα η επτάκωμος

Εις τα Ν.Α. της Τραπεζούντος κειμένη επί υψηλού οροπεδίου η Σάντα αποτελείτο εξ επτά ενοριών των εξής : Πιστοφάντων, Ισχανάντων, Τερζάντων, Ζουρνατσιάντων, Κοσλαράντων, Πινατάντων και Τσακαλάντων. Όλες δε οι ενορίες εκείντο επί του ποταμού Ιάμπολου.

Επίσης αι ενορίες είχον και άλλα επτά παραρτήματα γενικώς Φτελένια ονομαζόμενα τα εξής : Μεγ. Φτελέν Χαρατσιάντων Αλιάντων Υπαπαντή Κοπαλάντων Καρά Κοτέλ και το Ρακάν.

Ως εκ του ορεινού εδάφους της η Σάντα ήτο άγονος οι κάτοικοι ασχολούντο εις την κτηνοτροφίαν και εις την καλλιέργειαν της πατάτας και ολίγον λαχανικών μόνον προς ιδίαν χρήσην. Όλοι οι άνδρες αναγκάζοντο να μετέρχονται εις την Ρωσίαν την Αμερικήν και αλλαχού διάφορα επαγγέλματα εκτός ολίγων οίτινες έμεναν διαρκώς εις την Σάνταν ως έμποροι ξυλουργοί διδάσκαλοι κ.τ.λ.. Λόγω λοιπόν του ορεινού εδάφους και της ανεπαρκούς συγκοινωνίας η ζωή καταντούσε λίγο δύσκολος επί πλέον δε και οι ληστείες των Τούρκων όταν πηγαινοέρχονταν εις Τραπεζούντα, ανάγκασαν πολλούς εκ των κατοίκων να μεταναστεύσουν εις Ρωσίαν όπου εσχιμάτησαν πολλές κοινότητες και χωριά ίσως παραπάνω από ότι έμειναν στην Σάντα.

Όταν τον Απρίλιον του 1916 οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα ελευθερώθηκε και η Σάντα εκ του Τουρκικού ζυγού και άρχισαν οι ξενητεμένοι Σανταίοι να φθάνουν στα χωριά τους. Και επειδή λόγω του πολέμου είχε δουλειές πολλές και γνωρίζοντες οι Σανταίοι την γλώσσαν εκέρδιζαν πολλά λεφτά και η ζωή τους καλυτέρευσε κατά πολύ και το κυριότερον η ελευθερία. Μόνον όμως δύο χρόνια βάσταξε η κατάστασις αυτή διότι στα τέλη του 1917 οπότε άρχισε η Ρωσική κατάρρευσις εξ όλων των μετώπων του πολέμου τότε επρόκειτο η Σάντα να υποστεί τα μεγαλύτερα δεινά, τα οποία θα αφηγηθούμε εις το παρόν ημερολόγιον.