Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Μάιος 1922


Μάιος 1922


3._ Ήλθαν έξι παιδιά από τους οποίους πήγαν μαζί με τον Ευκλείδη και λέγουν ότι, ξεκινόντας από εδώ εφτάσαμε εις σπήλαιον Αρπαλή και γύρω ζητήσαμε τους Γαλιανίτας αλλά δεν βρίκαμε κανένα. Πήγαμε εις Αγρουζενόν όπου το χωρίον βρήκαμε έρημον μόνον συναντήσαμε τρείς γυναίκες και μας είπαν ότι εδώ ο στρατός εμάζευσε όλον το χωριό εις τρία τέσσαρα σπίτια και τους έχουν περιορισμένους. Εφθάσαμε εις Φάλαιναν της Λιβεράς τα ίδια και εκεί καθώς και εις Λιβεράν όλα τα ακρινά σπίτια έρημα και λεηλατημένα και κανείς δεν φαίνεται, όλοι υπό περιορισμόν. Και ως εκ τούτου εμείναμε νυστικοί επί τέσσαρες ημέρας τρώγοντες φύλλα οξιάς και διάφορα χόρτα. Ήλθαμε εις Γαλίαναν και μόνον στρατιώτας βλέπουμε να περιφέρονται μέσα στα χωριά. Ο Ευκλείδης πήγε με τους άλλους εις Κουταλά διότι από την πείναν δεν ήτο δυνατόν να έλθουν. Παντού ερήμωσις, παντού στρατός και τρομοκρατία. Επίσης και ημείς εδώ που μείναμε μόνον την ημέραν περνούσαμε με λίγες πατάτες και εξαντλήθημεν πολύ.

6._ Πρωί ήλθεν ο Ευκλείδης με τα παιδιά και λένε ότι μόλις χωρίσαμε με τα παιδιά, ημείς φθάσαμε εις Κουταλά και εκείθεν εις το κονάκι του Οσμάν αγά όστις μας έδωσε ψωμί και καπνόν και πήγαμε προς Όλασσαν, εμείναμε άνωθεν του χωρίου εντός μικρού δασιλίου. Και το πρωί φθάσαμε εις Μέζιρεν Κιρεζλίκ όπου ήσαν καλύβες Τούρκικες εκ Τσικανόης και μας ετοίμασαν φαγί να φάμε.
Εν τω μεταξύ όμως φοβηθέντες ειδοποίησαν και στα χωριά τους και μόλις εφάγαμε και ξεκινήσαμε, βλέπομεν όλους τους Τσικανοϊλίδες να τρέχουν πυροβολούντες, αλλά και ημείς πλέον ήμαστε ασφαλείς και χορτάτοι. Εφθάσαμε εις παρχάρι της Ούζης οπόθεν πήραμε τριάκοντα δύο αγελάδες και μετά μικράς αψιμαχίας εφθάσαμεν φέροντες και τα ζώα μαζί. Αμέσως λοιπόν εσφάξαμε τα δώδεκα και πήραν τα δέρματα και το κρέας όσοι θα έφευγαν διά το Βατούμ διότι ήσαν πολλοί.
Εν τω μεταξύ τα φυλάκια ειδοποίησαν ότι στρατός φαίνεται εις Ουζούν σίρτ και Τσιαρτακλή, αμέσως ανέβημεν εις Μερτσιάν Λιθάρ και περιμέναμε αλλά δεν ήλθαν και όλην την νύκτα ετοιμάσθημεν όλοι.

7._ Μίαν ώραν προς τα ξημερώματα κατέβημεν όλοι εις Φτελέν οπόθεν οι σαράντα εχωρήσθησαν διά τον δρόμον Κιλκιανλούκ, οίτινες έφευγαν διά Βατούμ καο τους οποίους αν και συμβουλεύσαμε να μείνουν, διότι η εποχή δεν ήτο κατάλληλος διά μεγάλο τέτοιο ταξίδι, και ότι κατά τον Αύγουστον ή Σεπτέμβριον όλοι μαζί φεύγωμε οπότε και ο καιρός είναι ζεστός και στα χωράφια καθώς και στα δάση, βρίσκεται κάτι να τρώγεται. Αλλ' αυτοί, μη ακούσαντες τας συμβουλάς μας και δειλιάσαντες από την κατάστασην, έφυγαν.
Εμείναμε πίσω είκοσι τέσσαρες, πήραμε τα υπόλοιπα ζώα και φθάσαμε εις Καρά κοτύλ όπου εκόψαμε τρείς αγελάδες και φάγαμε. Ότε βλέπωμε εις Φτελέν μερικούς στρατιώτας, διέκριναν τα ίχνη μας και τα παρακολουθούσαν ενώ ήρχοντο προς ημάς. Μόλις πυροβολήσαμε κατ' αυτών, ετράπησαν εις φυγήν.
Το βράδυ ο Ευκλείδης με δέκα παιδιά πήρε τις αγελάδες και πήγε διά την  Κάτραν εις τους Αρμενοίους, να τα αφήσει εκεί. Και οι άλλοι πήραμε το κρέας των σφαγέντων και πήγαμε λίγο μακρυά, άνωθεν από το σπίτι του Χαπέρ, μέσα στο δάσος και εμείναμε και όπου θα μας συναντούσαν και οι άλλοι οι πηγαίνοντες εις Κάτραν. Όλην την νύκτα καβουρδίζαμε το κρέας να είναι έτοιμον και να το κρύψωμεν.

8._ Πρωί μόλις ξημέρωσε βλέπομεν στρατόν εις Φτελέν να κυκλώνουν τα δάση και να ερευνούν πυροβολούντες και άλλοι να κατεβαίνουν από τα χωριά και να βάλουν στα δάση με πυροβόλα.
Αφού έγινε επιθεώρησις εις Βαϊβαϊτερέν όπου ήμασθε και δεν βρήκαν κανέναν εγύρισαν τώρα προς το Καρά κοτύλ, όπου μας είδαν εχθές οι στρατιώται. Ενώ συγχρόνως από το βουνό κατέβαιναν και άλλοι και επέρασαν κάτω από δίπλα μας κάπου διακόσια μέτρα μακρυά, ενώ πυροβολούσαν συνεχώς.Ημείς απεσύρθημεν λίγο πέρα και καθήσαμε μέσα σε πυκνόν δάσος από Κούμαρα και πυξόν να μη μας βλέπουν. Και ευτυχώς γλυτώσαμε όλοι μας, θα ήμαστε χαμένοι αν μας αντιλαμβάνοντο εκεί, διότι ήσαν πολλοί και δύσκολα θα διαφεύγαμε. Και κυρίως εγώ, που δεν μπορούσα από τα πόδια μου να περπατώ, διότι πονούσαν φοβερά.
Μόλις συναντήθησαν όλοι εις Φτελέν κάθησαν και ανεπαύθησαν μισή ώρα. Κατόπιν εβάρεσε η σάλπιγκα και διελύθησαν πηγαίνοντες κατά τμήματα άλλοι μεν εις Σάντα, άλλοι δε κατά τα Τούρκικα χωριά.

9._ Ήλθαμε πάλιν στας θέσεις μας και εμείναμε και τακτοποιήσαμε όλον το κρέας και το κρύψαμε.
Εδώ θα παραθέσωμεν τα ονόματα όλων όσοι έφυγαν διά το Βατούμ.
 
1.    Κωνσταντίνος Τσιλιγγερίδης  
2.   Χριστόφορος Τσιλιγγερίδης
3.   Γεώργιος Τσιλιγγερίδης
4.   Χαράλαμπος Τσιλιγγερίδης
5.   Αλέξιος Ματομενίδης
6.   Αβραάμ Χιονίδης
7.   Χριστόφορος Καϊταλίδης
8.   Χριστόφορος Ευστ. Καϊταλίδης
9.   Μιχαήλ Κοπαλίδης
10.  Χαράλαμπος Κοπαλίδης
11.   Συμεών Κοπαλίδης
12.  Θεόδωρος Κοπαλίδης
13.  Υιός του Θεοδώρου Κοπαλίδης
14.  Γεώργιος Κοπαλίδης
15.  Αθανάσιος Πουμπουρίδης
16.  Κοσμάς Πιστοφίδης
17.  Κωνσταντίνος Σοϊλεμεζίδης
18.  Ιωάννης Ξανθόπουλος
19.  Ιωάννης Χρ. Χαριάδης
20.  Ιωάννης Γ. Μελίδης
21.  Ιωάννης Σωτηρόπουλος
22.  Κωνσταντίνος Σωτηρόπουλος
23.  Νικόλαος Σωτηρόπουλος
24.  Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος
25.  Κωνσταντίνος Πιστοφίδης
26.  Χρήστος Αγγελίδης
27.  Ιωάννης Σοφιανός
28.  Κωνσταντίνος Μερτσανίδης
29.  Φωκίων Χαριάδης
30.  Δημήτριος Καγγελίδης
31.  Αριστείδης Γαρατσιάλ
32.  Κωνσταντίνος Εφραιμίδης
33.  Κωνσταντίνος Χειμωνίδης
34.  Ιωάννης Κ. Μελίδης
35.  Χαράλαμπος Ιορδανίδης
36.  Αβραάμ Πηλείδης
37.  Ματθαίος Εφραιμίδης
38.  Σταύρος Σπυριδόπουλος
39.  Σταύρος Αδάκτυλος
40.  Σοφία Γεωργ. Σισμανίδου

   Οι μείναντες
 
1.    Ευκλείδης Κουρτίδης
2.   Κωνσταντίνος Κουρτίδης
3.   Ευστάθιος Κουρτίδης
4.   Θεόδωρος Κουρτίδης
5.   Φίλιππος Κουρτίδης
6.   Ιωάννης Κουρτίδης
7.   Χαράλαμπος Αρταγανίδης
8.   Χαράλαμπος Αγγελίδης
9.   Χριστόφορος Αγγελίδης
10.  Χαράλαμπος Λαζαρίδης
11.   Πολυχρόνιος Σπυριδόπουλος
12.  Αλέξανδρος Σπυριδόπουλος
13.  Γεώργιος Πηλείδης
14.  Γεώργιος Σισμανίδης
15.  Ευστάθιος Σισμανίδης
16.  Σταύρος Σισμανίδης
17.  Νικόλαος Κοπαλίδης
18.  Γεώργιος Εφραιμίδης
19.  Αναστάσιος Αφεντουλίδης
20.  Ευστάθιος Νεανίδης
21.  Παναγιώτης Παπαδόπουλος
22.  Νικόλαος Παπαδόπουλος
23.  Χρήστος Εφραιμίδης
24.  Ιωάννης Παπαχαραλάμπους
 
 
12._ Πρωί ήλθαν εκ Κάτρας και λέγουν ότι την 8ην του μηνός έφθασαν εις Κάτραν με τα ζώα μαζί ειδοποιήσαντες τους Αρμενοίους εκ των προτέρων με τον Γεώργιον Σισμανίδην και Θεόδωρον Κουρτίδην, οίτινες έφαγαν και εκοιμήθησαν μέχρι που να φθάσουν οι άλλοι. Οίτινες βρεγμένοι όντες άναψαν φωτιά στο σπίτι του Καπρέλ και εστέγνωσαν τα ρούχα τους και αργά εκοιμήθησαν και αυτοί φυλάγοντες Καραούλι οι Αρμενοιοι όπως τους ξυπνήσουν κατά τα ξημερώματα και φεύγουν στο δάσος.

9._ Πολύ πρωί πριν ξημερώσει καλά στρατός είχε κυκλώσει όλα τα σπίτια των Αρμενίων και με το χάραγμα της ημέρας εδόθη το σύνθημα της εφόδου διά σάλπιγγος.
Αμέσως ετοιμάσθησαν αυτοί και πρώτος βγήκε από το σπίτι ο Ευκλείδης και δύο τρείς άλλοι διά να πιάσουν επίκαιρα σήμεία να έβγουν και οι άλλοι. Φεύγων ο Ευκλείδηςπαρεκάλεσε τους Αρμενοίους να ξυπνήσουν και τον Θεόδωρον και Γεώργιον οίτινες ήσαν σε άλλο δωμάτιον και εκοιμώντο. Οι Αρμένοιοι όμως εν τη απελπισία και τη ζάλη τους, εξέχασαν και έμειναν τα παιδιά εντός της οικίας.
Μόλις βγήκε ο Ευκλείδης επυροβόλησαν κατ' αυτού διά πυροβόλων και όπλων αλλά ανεπιτυχώς και εσώθησαν. Κατόπιν επυροβόλησαν και αυτοί και έφυγαν και οι λοιποί μόνον οι δύο μείναντες μέσα κοιμώμενοι. Και ο Καπρέλ έφυγε μαζί. Εν τω μεταξύ, από άλλο σπίτι διαφυγών εις Αρμένιος ονόματι Κουρκέν, ήλθε δήθεν να ειδοποιήσει τα παιδιά και έμεινε και αυτός μαζί με τους δύο δικούς μας.
Πλησιάσας ο στρατός και στήσας τέσσαρα πυροβόλα πανταχόθεν έβαλαν το σπίτι και επιτίθεντο ενώ οι τρείς αμύνοντο από μέσα. Οκτώ ώρας επολεμούσαν συνεχώς, φωνάζοντες αυτούς να παραδοθούν αλλά του κάκου.
Και όταν είδαν πλέον οι αξιωματικοί ότι δεν παραδίδονται, διέταξαν και έβαλαν φωτιά στο σπίτι να τους κάψουν μέσα, ενώ αυτοί πάλιν απεγνωσμένως ανθίσταντο, επιχείρησαν δύο φοράς έξοδον αλλά εστάθη αδύνατον, πανταχόθεν ήσαν κυκλωμένοι. Οι δε διαφυγόντες εστάθη αδύνατον να τους βοηθήσουν κατόπιν, διότι αρχικώς ο Καπρέλ έλεγε ότι διέταξε τις γυναίκες και τους εξήπνησαν και ως εκ τούτου ενόμιζαν ότι και εκείνοι διέφυγαν στο δάσος, αργότερα όμως μόλις μακρόθεν διέκριναν την έφοδον κατά της οικίας ήτο πλέον αργά διότι δύο συντάγματα στρατού είχαν μαζευτεί εκεί και ήτο αδύνατον να πλησιάσουν. Το σπίτι κάηκε το μισό και αυτοί κατέβησαν διά καταπακτής εις τον σταύλον όπου ο Αρμένιος Κουρκέν ιδών ότι είναι αδύνατος η σωτηρία, ηυτοκτόνησε διά του όπλου του, οι δικοί μας μισή ώρα ακόμη επολέμησαν ότε ετελείωσαν και τα φυσίγγιά τους και ιδόντες ότι θα καούν ζωντανοί, παρεδώθησαν και τους πήγαν μαζί με τις οικογένειες των Αρμενίων εις Τραπεζούντα όπου εφυλακίσθησαν. Και έτσι σχεδόν την ίδια ημέραν επρόκειτο να καταστραφούμε όλοι καθώς και οι άλλοι που φύγαν διά Βατούμ όπως θα δούμε παρακάτω.

13._ Βράδυ πάλιν πήγαμε εις τα αμπριά μας εις Βαϊβάι τερέ.

15._ Εστάλησαν τρείς εις Άσιαν και τρείς εις Αγρίδ διά τρόφημα.

16._ Ήλθαν από Άσιαν και λέγουν ότι βρήκαν εκεί τον Ιωάν. Ξανθόπουλον όστις πήγε με τους άλλους διά Βατούμ και κακοπαθόντες εγύρησαν πίσω ενώ ούτος έχασε τους συντρόφους του και σε κακά χάλια έφθασεν εις Άσιαν.
Προς το βράδυ έφθασεν πρώτος ο Συμεών Κοπαλίδης και Αθανάσιος Πουμπουρίδης οίτινες μας διηγήθησαν την ιστορία τους λέγοντες ότι :
Φεύγοντες από εδώ καλώς εφθάσαμε μέχρι τα σύνορα του Βαϊβούρτ κατά το Ισπίρ όπου θα περνούσαμε τον ποταμόν Τσιπρόχ και εξακολουθούντες τον ρούν του ποταμού θα φθάναμε κοντά στο Βατούμ.
Άνωθεν του Ισπίρ και πριν περάσωμεν τον ποταμόν κοντά σε ένα χωριό είδαμε ένα Τούρκον στο χωράφι του να οργώνει. Και επειδή δεν φαινόμεθα από το χωριό πήγαμε μερικοί κοντά του και του μιλήσαμε και εμείναμε σύμφωνοι να μας δείξει την γέφυραν και να έλθει μαζί μας σχεδόν μέχρι τα σύνορα τα Ρωσσικά και εις ανταμοιβήν θα του δίναμε ένα όπλον και ένα πιστόλι Μάουζερ και διάφορα άλλα δώρα. Καθώς δε μας είπε, ήτο και ο Μικτάρης του χωριού και μας υπέδειξε και το σπίτι του το οποίον βρίσκετο στην άκραν του χωριού.
Προς το βράδυ αυτός έφυγε να ετοιμαστεί και ημείς νύκτα κατέβημεν στην άκραν του χωριού και περιμέναμε. Τότε ο Κωνσταντίνος Τσιλιγγερίδης και ο Ιωάννης Ξανθόπουλος πήραν μαζί τους πέντε παιδιά δικούς των και κατέβησαν στο σπίτι του Μικτάρη να τον φέρουν και να φάνε και φαγί εκεί. Ως φαίνεται όμως αυτός νωρίτερα είχε ειδοποιήσει το χωριό και τους δύο Αγροφύλακας και φύλαγαν και μόλις έφθασαν στο σπίτι του και καθίσανε, ενώ τους ετοίμαζε φαγητόν, ήλθαν τρείς Τούρκοι άοπλοι βέβαια μέσα και καθίσανε και αυτοί. Ο είς ήτο ο Ιμάμης του χωριού και μετά τον τυπικόν χαιρετισμόν ο Ιμάμης τους λέγει, παιδιά να ξέρετε ότι είστε κυκλωμένοι πανταχόθεν και αν αντισταθείτε θα σκοτωθείτε όλοι άλλα αν παραδοθείτε μην φοβάστε, εμείς σας γλυτώνουμε. Ήθελαν διά του πανικού να τους φοβήσουν και να τους αφοπλίσουν όπως και το πέτυχαν, διότι μόλις άκουσαν ότι είναι το σπίτι κυκλωμένο, ο μεν Κωνσταντίνος Τσιλιγγερίδης ο δήθεν αρχηγός των, έχασε την ψυχραιμίαν του και δεν εκουνήθη της θέσεώς του, οι δε άλλοι, νεαροί όντες εκοίταζαν αυτόν να δώσει το σύνθημα τι να κάνουν. Μόνον ο Ιωάννης Ξανθόπουλος σηκώθηκε απάνω και όρμησε στην πόρτα και βγήκε έξω.
Εν τω μεταξύ όμως οι δύο Αγροφύλακες επυροβόλησαν εναντίον του ανεπιτυχώς και αυτός πεσών σε ένα λάκκον επυροβολούσε και φόναζε στους άλλους να έβγουν έξω διότι είναι λίγοι οπλισμένοι, αλλά εκείνοι εν τω μεταξύ δεν άκουγαν και έτσι παρέδωσαν τα όπλα τους και συνελήφθησαν υπό ολίγων αόπλων Τούρκων.
Οι άλλοι έξωθεν του χωριού ακούσαντες τους πυροβολισμούς κοντά στο σπίτι του Μικτάρη επί ημίσιαν ώραν εφώναζαν και πυροβολούσαν διά να τους δώσουν θάρρος να έβγουν, αλλά του κάκου. Και μη ειδόντες κανένα, αναγκάσθησαν να γυρίσουν πίσω, διότι ήσαν και λίγοι οπλισμένοι.
Σημειωτέον ότι εκ των σαράντα, μόνον δεκατρείς έφερον όπλα, οι άλλοι ακολουθούσαν άοπλοι. Και διά του ιδίου δρόμου έφθασαν πάλιν σ' εμάς. Μόνον ο Ι. Ξανθόπουλος περιπλανήθη λίγο και έφθασε μόνος εις Άσιαν όπου τον βρήκαν οι δικοί μας και τον έφεραν. Ο δε Ματθαίος Εφραιμίδης και Φωκίων Χαριάδης μη θέλοντες να γυρίσουν πίσω, εξακολούθησαν την πορείαν τους προς τα εμπρός μόνοι και εις το άγνωστον. Εταλαιπωρήθησαν, επείνασαν, συνελήφθησαν και αργότερα διαφυγόντες μόνον ο Ματθαίος έφθασε εις Βατούμ διότι χωρισθέντες αλλήλων καθ' οδόν ο Φωκίων συνελήφθη πάλιν και ως έχομεν μάθει αργότερα, εφονεύθη εις Ρίζαιον παρά των Τούρκων.
Οι συληφθέντες εις το χωριό ήσαν ο Κωνσταντίνος Τσιλιγγερίδης με τον αδελφόν του Χριστόφορον, ο Αβραάμ Χιονίδης, ο Χαράλαμπος Κοπαλίδης και ο Ιωάννης Μελίδης, οίτινες παρεδόθησαν εις την Κυβέρνησιν και οδηγήθησαν εις τας φυλακάς του Βαϊβούρτ όπου κατόπιν τους εκρέμασαν.

18._ Εστείλαμε επτά παιδιά εις Κερασέαν να μάθουν ειδήσεις και από τας οικογενείας μας. Ο στρατός προ πέντε ημερών έφυγε από την Σάντα. Ο Ευκλείδης και πέντε ακόμη, πήγαν εις Ισχάν διά τρόφημα και την επομένην γύρισαν διότι είχε στρατόν εις του Αλή το σπίτι.

19._ Πήγαμε εις το λημέρι Τσιακούλας σπήλαιον όπου ανταμώσαμεν τον Ιωάννην Στυλίδην και Γεώργιον και Αλέξιον Εφραιμίδην.

20._ Ήλθεν και ο Δαμιανός Τσιρίπ με την ομάδα του από Κουστουλάντων.

21._ μανθάνωμεν ότι ο Ισαάκ Ηλιόπουλος του οποίου τον υιόν Λαμπριανόν είχαμε εκτελέσει διά τας προδοσίας του, παρέδωσε ότι η οικογένειά μας βρίσκεται εις Τραπεζούντα και η αστυνομία τους γυρεύει. Ειδοποιηθέντες έφυγαν εις τα γύρω χωριά.
Πήγαμε εις Τσιφίνια και εις το Σταμόπον στεγάσαμε δύο τρείς καλύβας και εμείναμε εκεί διότι το μέρος ήτο κατάλληλον.

22._ Ήλθαν εκ Κερασέας και μανθάνωμεν ότι τον Σισμανίδην και Θεόδωρον έχουν εις την φυλακήν αλλά δεν τους επείραξαν διόλου.

23._ Μερικοί ανέβημεν εις Κιμισλή διά τον δρόμον αν περάσει κανείς να πάρωμε τρόφημα. Κατά το μεσημέρι βλέπωμεν από Καζουκλή να έρχονται μερικοι, εξόν οι δύο ένοπλοι και οι άλλοι δίχως όπλα και μόλις ήλθαν μέσα στην ενέδρα τους φωνάξαμε να μας δώσουν λίγο ψωμί και ότι άλλο τρόφημα είχαν και να φύγουν και ότι δεν θα τους πειράξωμεν, αλλ' αυτοί ηρνήθησαν λέγοντες διατί να δώσωμεν; και εις απάντησιν ότι είμεθα νηστικοί και εν ανάγκη θα πάρωμεν και διά της βίας, αυτοί αμέσως άρχισαν να πυροβολούν εναντίον μας. Δεν χάνομεν καιρόν σκοπεύοντες εσκοτώσαμε τον αρχηγόν τους Ισεϊν Χατσή ογλού και αμέσως οι άλλοι παρεδώθησαν. Εν τω μεταξύ όμως θυμώσαντες τα παιδιά εσκότωσαν και τρία άλογα και τους αφήσαμε τους άλλους.

24._ Κατά το βράδυ μερικοί έφυγαν διά την Μέζιρεν του Ισχάν όπου κατά συμφωνίαν μας θα ήρχοντο και οι Αρμένοιοι της Κάτρας να τους παραλάβωμεν εις Χαντσαρί ορμίν πηγαίνοντες συναντήσαμε δύο αρκούδες και τις σκοτώσαμε.

26._ Από το βουνό Καρά κοτύλ πήραν από διαβάτας Τούρκους αρκετά τρόφημα και νύκτα ειδοποίησαν και πήγαν δώδεκα άοπλοι να τα φέρουν και την επομένην ήλθαν όλοι.

29._ Ανέβημεν εις Κιμισλή και πήραμε αρκετά τρόφημα από διαβάτας. Ήλθαν μερικοί Τούρκοι από Σκορδέν και μας ζήτησαν να τους πωλήσωμε μερικά χαρτώματα (πέτουρα) και τους δώσαμε από Τσιαρτακλή είκοσι παγκανοτιών.

30._ Ανέβημεν εις Κιμισλή και τα παιδιά στείλαμε εις το ποτάμι Μονής Σουμελά και πέντε φύγαμε διά Κουταλά όπου εμείναμε τρείς τέσσαρες ημέρες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η Σάντα η επτάκωμος

Εις τα Ν.Α. της Τραπεζούντος κειμένη επί υψηλού οροπεδίου η Σάντα αποτελείτο εξ επτά ενοριών των εξής : Πιστοφάντων, Ισχανάντων, Τερζάντων, Ζουρνατσιάντων, Κοσλαράντων, Πινατάντων και Τσακαλάντων. Όλες δε οι ενορίες εκείντο επί του ποταμού Ιάμπολου.

Επίσης αι ενορίες είχον και άλλα επτά παραρτήματα γενικώς Φτελένια ονομαζόμενα τα εξής : Μεγ. Φτελέν Χαρατσιάντων Αλιάντων Υπαπαντή Κοπαλάντων Καρά Κοτέλ και το Ρακάν.

Ως εκ του ορεινού εδάφους της η Σάντα ήτο άγονος οι κάτοικοι ασχολούντο εις την κτηνοτροφίαν και εις την καλλιέργειαν της πατάτας και ολίγον λαχανικών μόνον προς ιδίαν χρήσην. Όλοι οι άνδρες αναγκάζοντο να μετέρχονται εις την Ρωσίαν την Αμερικήν και αλλαχού διάφορα επαγγέλματα εκτός ολίγων οίτινες έμεναν διαρκώς εις την Σάνταν ως έμποροι ξυλουργοί διδάσκαλοι κ.τ.λ.. Λόγω λοιπόν του ορεινού εδάφους και της ανεπαρκούς συγκοινωνίας η ζωή καταντούσε λίγο δύσκολος επί πλέον δε και οι ληστείες των Τούρκων όταν πηγαινοέρχονταν εις Τραπεζούντα, ανάγκασαν πολλούς εκ των κατοίκων να μεταναστεύσουν εις Ρωσίαν όπου εσχιμάτησαν πολλές κοινότητες και χωριά ίσως παραπάνω από ότι έμειναν στην Σάντα.

Όταν τον Απρίλιον του 1916 οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα ελευθερώθηκε και η Σάντα εκ του Τουρκικού ζυγού και άρχισαν οι ξενητεμένοι Σανταίοι να φθάνουν στα χωριά τους. Και επειδή λόγω του πολέμου είχε δουλειές πολλές και γνωρίζοντες οι Σανταίοι την γλώσσαν εκέρδιζαν πολλά λεφτά και η ζωή τους καλυτέρευσε κατά πολύ και το κυριότερον η ελευθερία. Μόνον όμως δύο χρόνια βάσταξε η κατάστασις αυτή διότι στα τέλη του 1917 οπότε άρχισε η Ρωσική κατάρρευσις εξ όλων των μετώπων του πολέμου τότε επρόκειτο η Σάντα να υποστεί τα μεγαλύτερα δεινά, τα οποία θα αφηγηθούμε εις το παρόν ημερολόγιον.