Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Ιούλιος 1923

Ιούλιος 1923

2._ Από Κιμισλή πήραμε οκτώ φορτία τρόφημα διάφορα και δύο πιστόλια και μερικά άλλα πράγματα.
3._ Ο Αλή Οσμάν με τρείς πήγε εις Χάρουξαν.
Νύκτα διακρίνομε φωτιές εις Τακούτ και ακατελάβαμε ότι είναι διαβάτες.

4._ Πρίν ξημερώση ανέβημεν εις Κιμισλί όπου αφίσαμε δύο με τα κιάλια να φυλάγουν τον δρόμον και οι άλλοι περάσαμε από Κιμισλή άνωθεν Παλαικάλυβα και καθίσαμε περιμένοντες να δωθή το σύνθημα.
Προ μεσημβρίας βλέπομε τους δύο να έρχονται τρεχάτοι προς ημάς και μας λένε ότι έρχονται πολλοί Τούρκοι οπλισμένοι και μη και πολλά άλογα μαζύ τους. Εστήσαμε καλώς την ενέδραν και περιμένομε ότε βλέπομεν εις το βουνό Κιμισλή από τρία σημεία να φένονται οπλισμένοι.Εκέι είχαν τον φόβον διότι συχνά εκεί φυλάγαμε τον δρόμον. Και επειδή δεν βρήκαν κανένα οι οπλισμένοι έμειναν εκεί τους οποίους διεκρίναμε από τα ρούχα ήσαν Ζαντάρμες έξη και οι άλλοι μαζύ με τα άλογα και μερικοί ένοπλοι κατέβησαν εις Κιμισλή και παρά τα ερειπομένα κτίρια κατέβασαν τα φορτία των ζώων και τα άφησαν προς βοσκήν. Και μερικοί ένοπλοι έμειναν με τους Ζαντάρμες απάνω στο βουνό.Ακριβώς επί μίαν ώραν κάθησαν εκεί βόσκοντες τα άλογά τους. Ημείς καθηλόθημεν στας θέσεις μας και ούτε μπορούσαμε να κουνηθούμε διότι η παραμικρή κίνησις θα επρόδιδε την παρουσίαν μας. Τέλος μετά μίαν ώραν ακούγωμε να σφυρίζουν από το βουνό και αυτοί αμέσως άρχησαν να φορτώνουν τα ζώα. Εν τω μεταξύ κατέβηκαν κι οι άλλοι ένοπλοι και έμειναν εκεί μόνον οι έξη Ζαντάρμες διότι από εκεί και πέρα δεν υποψιάζοντο την παρουσίαν μας. Μετά το φόρτωμα τρείς οπλισμένοι ήρχοντο εμπρός εις μικράν απόστασιν από τα ζώα και όλοι οι άλλοι ακολουθούσαν και όλοι έπεσαν στην ενέδραν μηδ' ενός εξερουμένου.Μόλις η εμπροσθοφυλακή τους έφθασε εις ορισμένον σημείον τους φωνάξαμε να αφίσουν τα όπλα και να παραδωθούν διότι είναι κυκλωμένοι παντού και θα σκοτωθούν αν δεν παραδίδονται. Πού όμως. Εγνώριζαν τας πράξεις των και τι τους περίμενε όταν θα βλέπαμε ποιοι είνε. Και χωρίς να σκεφθούν αμέσως άρχησαν να πυροβολούν και να πέσουν απάνω στον δρόμον όπου είχαν σχηματίση τα νερά της βροχής ένα μικρό χανδάκι. Μόλις άκουσαν πυροβολισμούς από διάφορα σημεία οι άοπλοι άφησαν τα ζώα και άρχησαν να φεύγουν αλλά όπου έτρεχαν τους γυρίζαμε πίσω μη θέλοντες να τους σκοτώσωμε και έτσι ζώα και άοπλοι και λίγοι με όπλα εμαζεύθησαν εις το μέσον ενώ οι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν εκατέροθεν. Από το βουνό ακούσαντες οι Ζατάρμες άρχησαν να φωνάζουν και να πυροβολούν αλλά μόλις τους ρίξαμε μερικά γύρισαν πίσω στάς θέσεις των και παρακολουθούσαν μακρόθεν επί δέκα λεφτά εξακολουθούσε ο πυροβολισμός δίχως διακοπήν. Από δέκα και πλέον μέρη είχε τρυπηθή το πασλούκι εκεινού που ήτο εμπρός και όστις ήτο και αρχηγός των. Ένας από αυτούς φοβηθείς πλέον να σταθή στο χανδάκι αυτό σηκόνετε και τρέχει προς το πλήθος αλλά δεν πρόλαβε και πέφτη απάνω στον δρόμον σκοτομένος. Οι άλλοι δύο έμειναν εκεί και δεν εφένοντο και ήτο δύσκολον να χτυπηθούν εκεί. Όταν ο Ι. Κουρτίδης όστις εφύλαγε λίγο κάτωθεν και ως εκ της θέσεώς του δεν έβλεπε τι γίνεται σηκόνετε και πλησιάζη σιγά σιγά οπότε διακρίνη τη υποδήξη του Ευκλείδη το μέρος τους και πυροβολών εκ των πλαγίων σκοτώνη τον ένα ο δε άλλος επέταξε αμέσως το όπλον του και παρεδώθη. Οι άλλοι έμειναν μεταξύ των ζώων και αόπλων. Και όταν κατέβημεν κοντά στον σκοτωμένον όστις ακόμη ψυχοραγούσε και κρατούσε το Μάουζερ πιστόλι στα χέρια του βλέπομε και αναγνωρίζωμεν αυτόν ο Χατίπ Μεχμέτ από Ξυφτέρ της Ούζης και όστις έκανε πολλά κακουργήματα κατά των Ελλήνων και δή των Σανταίων. Αυτός ήτο πού εσκότωσε την θείαν μας Κυριακή Κουρτίδου εις αυτό το ίδιο μέρος την 9ην Μαϊου του 1918 και μετά δύο ώρας εις Σιργανλή τον Χρήστον Πιστοφίδην και πολλά άλλα. Οί άλλοι ειδόντες αμέσως παραδώθησαν και φωνάξαντες ένα από αυτούς έφερε όλα τα όπλα τους και κατόπιν ήλθαν όλοι κοντά μας. Αναγνωρίζομεν και τον αδελφόν του Χατίπ Μεχμέτ και τρείς άλλους δύο αδελφοίθ και ένας εξάδελφός τους εκ Καλάφκας Τουλκάρογλου λεγόμενοι και αυτοί δεν υστερούσαν του Χατίπ εις κακουργήματα και λεηλασίας αυτοί είχαν σκοτώση και τον Αρμένιον Απκάρ εις Απιόν και πολλούς Έλληνας εξ Ούζης ο δε πρώτος σκοτωθείς ήτο εκείνος που σκότωσε τον παπάν της Ούζης και έναν άλλον γέρον.Αφού τους πήραμε διάφορα φορτία φύγαμε προς τα χωριά. Ενώ οι Ζαντάρμες παρακολουθήσαν όλην την σκηνήν και μη τολμούντες να πλησιάσουν. Από τον καιρόν που βγήκαμε στα ανταρτικά αυτόν τον κινηγούσαμε και δεν έτυχε πουθενά να τον συναντήσωμε και σήμερον τυχαίως και μη ξέροντας ο θεός τον έφερε μπροστά μας. Και έτσι εμακαρίζαμε την στιγμήν εκείνην  που έγινε η τρικημία και δεν μπορέσαμε να φύγωμε όπως λέγει και η παροιμία "Κάθε εμπόδιον σε καλό".

7._ Ήλθεν ο Χαράλ. Αγγελίδης από Χάρουξαν και λέγει ότι τη συνεργασία του Ιμάμ εκινήγησαν να σκοτώσουν τον εισπράκτορα Αλή εφέντην όστις είχε αρκετά λεφτά μαζύ του αλλά δεν κατωρθώθη η σύληψίς του και πήγε εις το χωρίον Ζύφωνα και εκείθεν θα φύγει διά το παρχάρ του. Επήγαν οι άλλοι να κόψουν τον δρόμον του και αν τον επιτύχουν.


9._ Ήλθαν μη ευρόντες αυτόν διότι αμέσως έφυγε εις Καρά κοτύλ πήραν καμπόσο βούτηρον τυρί και δύο γίδια.
16._ Εστείλαμε τρείς εις Ισχάν βράδυ και ενώ περνούσαν από το σπίτι του Πεσίρ ογλού άγνωστοι τους φωνάζουν ποίοι είναι πυροβολούν αμέσως και φεύγουν πίσω αλλά τώρα θα περνούσαν και από άλλο σπίτι και ασφαλώς θα ήκουσαν τον πυροβολισμόν. Πλησιάσαντες στο σπίτι αυτό του Ζεϊπέκ πάλιν τους εφώναξαν να σταθούν και πυροβολούν πάλιν και διαφεύγουν.


18._ Ήλθε ο Αλής και λέγει ότι πρό τινων ημερών ήλθε στρατός στο χωριό και Τσετέδες μαζύ και ότι τα παιδιά προχθές έπεσαν στα φυλάκιά τους και ότι εσκότωσαν ένα δεκανέα εις το σπίτι του Πεσίρ ογλού. 
Ο Αλής σήμερα δεν είναι διόλου καλά και από την φυσιογνωμίαν του κατελάβαμε ότι κάτι σπουδαίον συμβαίνη και τον αρωτούμε την αιτίαν. Διά πρώτην φοράν ο άνθρωπος αυτός έχασε το ψυχικόν του θάρρος και μας λέγει: Παιδιά αυτήν την φοράν εγώ τουλάχιστον δεν γλυτώνω και ασφαλώς θα με κρεμάσουν. Θα είμαι όμως ικανοποιημένος έστω και πεθαμένος αν εσείς γλυτώσητε και πάτε στα σπίτια σας. Διότι όλοι οι Τούρκοι θα πούν ότι αφού η Κυβέρνησις και όλη η Τουρκία τους κινηγούσε ο Αλής βρέθηκε έξυπνος να τους υποστιρίξη και θα με βρίζουν. Ενώ αν γλυτώνεται θα βρεθεί και κάποιος Τούρκος να πή… Μπράβο στον Αλήν έκανε την θέλησίν του διότι μόνος αυτός κατόρθωσε να υπερασπίση τους Σανταίους και εγλύτωσαν. Αυτό μόνον έλεγε με αρκεί, διότι είμαι γέρων και ούτως ή άλλως δεν θα εζούσα και πολύ. Εις παρατήρησίν μας γιατί τόσον φοβήθηκε την κατάστασιν μας λέγει ότι και άλλοτε συνελύφθην αλλά δικαιολογήθην εις τον Νομάρχην ότι, πώς είναι δυνατόν να έχω σχέσεις μαζύ τους αφού αυτοί εις Ζουρνατσάντων εσκότωσαν την θυγατέρα μου με τον υιόν της; είναι λοιπόν ποτέ δυνατόν Βέη μου να σκοτώση κανείς το παιδί σου και εσύ να τον έχεις φίλον; Είναι καθαρά συκοφαντία διότι πολλοί στο χωριό δεν με χωνεύουν. Μάλιστα, πριν σκοτώσουν την κόρην μου ήλθαν στο σπίτι μου και μου ζήτησαν ψωμί και τους έδωσα διότι δεν ήτο δυνατόν να αρνηθώ διότι με έκαιγαν το σπίτι. Και μάλιστα όχι μόνον σε μένα αλλά σόλο το χωριό γυρνούσαν.Ιδών ο Βαλής την δικαίαν απολογίαν του τον απέλησε. Αλλά λέγει αυτήν την φοράν διαφέρη διότι η γυναίκα του αδελφού μου που την έφερα μαζύ και πήραμε καβουρμάδες και άλλα πράγματα ομολόγησε στους αξιωματικούς την αλήθειαν και είναι αδύνατον να αρνηθώ. Και τώρα που με βλέπετε κοντά σας ήλθον διά κατασκοπίαν μας λέγει. Κατόρθωσα να καταπίσω τους αξιωματικούς να με δώσουν τριήμερον προθεσμίαν να έλθω να ανακαλύψω το λημέρι σας και να τους οδηγήσω να σας συλλάβουν. Το έκανα αυτό να μπορώ να σας ίδω μια φορά ακόμη και να συνενοηθούμε αν θα κατορθώσωμε να γλυτώσομε και πώς; Και έχω την γνώμην απόψε ή αύριον να φύγετε από εδώ να πάτε μακρυά κατά την Μάσκαν και να κάνετε ένα μεγάλο επισόδειον με φόνους. Εγώ αύριον, διότι έχω καιρόν ακόμη, θα παρουσιασθώ και θα τους πώ ότι βρήκα μεν τα λημέρια σας αλλά οι ίδιοι δεν ήσαν εκεί, όπως θα μες δικαιολογήση το επεισόδιον που θα κάνεται αυτούς δε θα φέρω εδώ και θα τους δείξω το λημέρι σας. Ίσως δι' αυτού του τρόπου το οποίον δεν πιστεύω να γλυτώσω. Το σπίτι μου λέγει ελεηλάτησαν και δεν άφησαν τίποτε τα πήραν όλα. Την μικρήν μου κόρην έκαψαν διά πυρακτομένου σιδήρου το χέρι της να ομολογήση αλλά εστάθη αδύνατον καθώς και ο δεκαετής υιός του Χασάν διά τον οποίον θα γράψωμεν και παρακάτω, η δε μεγάλη κόρη μου λέγει έφυγε προς το δάσος και δεν μπόρεσαν να την συλλάβουν και δεν ξέρω πού βρίσκεται τώρα. Ένα μόνον σας τονίζω διά να μην με βρίζεται κατόπιν. Να ξέρεται ότι παντού ευρίσκεται στρατός και στα πιο απόκεντρα μέρι και μονοπάτια να έχετε τον νού σας διά να μην πάθετε κακόν και θα λέτε ότι ο Αλής έγεινε αιτία. Αν και τον ξέραμε καλά τον άνθρωπον εθαυμάσαμε την αξίαν του και τας σκέψεις του. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να ανθέξη σαυτά που έπαθε ο Αλής.Μας λέγει ότι ο Χελίμ Κιουλόγλου συνέλαβε εις Τσαντουρλούκ επτά Έλληνας φυγοστράτους και φέρων αυτούς εις Σαζλούκ άνωθεν της Σάντας τους ετουφέκισε μας το λέγει διά να εκδικηθούμε.19._ Μεσημέρι αποχερετίσας ο Αλής και με δάκρυα στα μάτια του έφυγε λέγων, Και τώρα θα γίνω προδότης σας. Πάτε και ο θεός μαζύ σας. Κ' ημείς αμέσως φύγαμε διά να εκτελέσωμε την παραγγελίαν του ήτο ομίχλη πικνή και ως εκ τούτου δεν υπήρχε φόβος να μας βλέπουν. Από το παρχάρι Κωφού κατέβημεν εις Κουζού κιολην και εκείθεν εις Παλαικάλυβον και επειδή η ομίχλη αραίωνε καθήσαμε μέσα σένα χαντάκι και περιμέναμε να σκεπάση πάλην η ομίχλη.

Μετά δέκα λεφτά βλέπομεν κάτω εις τον δρόμον δύο μουλάρια και τρείς στρατιώτας να πάγουν διά την Σάντα και ιδώντες τα ίχνη μας εγύρισαν και κύταξαν προς ημάς. Και επειδή ο Αλή Οσμάν την στιγμήν εκείνην έκανε το ναμκάζι του εστέκετο όρθιος και τον είδαν και αμέσως βλέπωμε γύρισαν πίσω τρέχοντες. Κατελάβαμε αμέσως ότι θα έχουν και άλλους συντρόφους και πάνε να ειδοποιήσουν και δεν χάνωμε καιρόν τρέχομε προς το βουνόν να ανεβούμε απάνω διά να βρίσκομε σωτηρίαν πίσω του βουνού προς το ποτάμι της Γαλίανας διότι εκεί που είμεθα είνε σχέτο λειβάδι και ανοικτόν το μέρος και ακατάλληλον προς άμυναν. Πρίν φθάσωμε στο ύψωμα και ακριβώς ολίγα μέτρα κάτω από την τοποθεσίαν που σκοτώσαμε τον Χατίπ Μεχμέτ έφυγε εντελώς η ομίχλη και εξετέθημεν σε ανοικτόν μέρος. Καθήσαμε όλοι μέσα σε μίαν χαράδραν και περιμέναμε, μετά λίγα  λεφτά έρχεται άλλο κομάτι ομίχλης και δεν χάνωμε καιρόν. Σκορπισθήκαμε και από διάφορα σημεία τρέχαμε διά να φθάσωμε στον δρόμον όπου θα βρίσκαμε σωτηρίαν.Αλλά δεν προχωρήσαμε πολύ και μία ομοβροντία ηκούσθη από τον διπλανό μας και όπισθεν λόφον, αι σφαίρες σαν μελίσσια εβούηζαν από τα αυτιά μας και χτυπούσαν στο έδαφος μπροστά μας. Ήτο πεπρωμένον λέγαμε να πέσομε στο ίδιο μέρος με τον Χατίπ, δεν βρίσκετο πουθενά μέρος να κρύψης το κεφάλι σου. Επί τόσα χρόνια για πρώτη φορά φεύγαμε κατ' αυτόν τον τρόπον. Και σκεπτόμαστε τα λόγια του Αλή. Ύστερα από πολύν καιρόν σκεφθήκαμε να πυροβολήσωμε κ' ημείς έστω φεύγοντες και το οποίον μας έσωσε ασφαλώς διότι μόλις άκουσαν και αυτοί πυροβολισμούς κρύφθηκαν στα προχώματα και αραίωσαν λίγο εν τω μεταξύ οι πιο νέοι και σβέλτοι, έπιασαν μερικές θέσεις και επυροβολούσαν ότε οι στρατιώται κρύφθηκαν καλά και βρήκαμε αυκαιρίαν και σωθήκαμε όλοι δίχως να πάθη κανείς τίποτε. Ήτο θαύμα πως γλυτώσαμε από εκεί σώοι. Κάποια αόρατος δύναμις μας επροστάτευε, δεν ήτο δυνατόν ύστερα από τέτοιο μπατιρτί να βγούμε δίχως να μείνη κανείς θύμα, και φθάσαμε στις πέτρες ο Γέρων και γραία ήμασθε εκεί ασφαλείς και ξεκινήσαμε και φθάσαμε εις το παρχάρι Σπενταμόν έναντι της Μονής Σουμελά και εμείναμεν. Αλλά το σχέδιόν μας μετά του Αλή εν μέρει εματαιώθη.

20._ Πρωί περάσαμε το ποτάμι προς το μέρος της Μονής και εμείναμεν όλην την ημέραν εκεί μέσ' το δάσος και μεσάνυχτα φύγαμε.


21._ Πρωί εφθάσαμε εις Καφούραν εμείναμε και βράδυ εφύγαμε.


22._ Μέχρι πρωί εφθάσαμε εις το ποτάμι Κουστουλάντων κάτω από Σεσλί Καγλάν και εμείναμε μέχρι το βράδυ εκεί. Και μόλις νύχτοσε ξεκινήσαμε. Κατ' αυτάς βαδίζωμε όλο νύχτα διότι έχοντες υπ' 'οψιν τους λόγους του Αλή ότι παντού βρίσκετε στρατός. Και βαδίζομε με προσοχήν μεγάλην διά να μη πέσωμεν εις ενέδραν. Το πεπρομένον όμως φυγείν αδύνατον, διότι απόψε χωρίς να ξέρωμεν διεφύγαμε μεγάλον κίνδυνον από τον οποίον ίσως πολύ λίγοι να γλύτωναν δίχως να φαντασθούμε ότι στο μέρος αυτό υπήρχε έστω και ο ελάχιστος φόβος. Το μάθαμε δε κατόπιν από ένα χρόνον τυχαίως, εντός της φυλακής Τραπεζούντος και το οποίον θα παραθέσωμεν εδώ διά να έχομεν συνέχειαν των γεγονότων.
Ξεκινόντας από το ποτάμι Κουστουλάντων είχαμε σχέδιον διά να κατεβούμε κάτω εις Γεμουράδες τα περίχωρα Τραπεζούντος διότι εκεί δεν είχαν υποψίαν καθόλου ότι μπορεί να μείνωμεν. Από ένα μονοπάτι και ανά δύο εφθάσαμε εις τον τακτικόν δρόμον που καταβαίνη από Σάντα εις Τραπεζούντα και αρκετά κάτωθεν από Σεσλίκαγιάν εις την τοποθεσίαν ακριβώς Ολάν σικέν γεκουσί, όπου υπήρχε και ένα ερείπιον χανιού που απέχει τουλάχιστον τέσσαρες και πλέον ώρας από την Σάντα. Εκεί σταματήσαμε δίπλα του δρόμου και κάτω λίγο του ερειπίου και συννενοούμεθα τον τρόπον της πορείας μας προς τα κάτω. Και δεν γνωρίζαμε ότι στο μέρος αυτό ακριβώς υπαρχει ενέδρα και είναι όλα το μέρος περικυκλωμένον, δίπλα μας μεσ' το ερείπιο εφύλαγε ένας Τσαούσης εκ Μάσκας και δέκα στρατιώται οίτινες μόλις ήλθαμε εκεί μας αντελήφθησαν και ήσαν έτοιμοι να πυροβολούν οπότε δεν θα γλύτωνε κανείς μας διότι όλοι έιχαμε συγκεντρωθή εις ένα μέρος και σχεδιάζαμε τα της πορείας. Αλλά ο Τσαούσης συγκρατή τους στρατιώτας και δεν πυροβολούν και μάλιστα τους φοβερίζη να μην ειπούν εις τους άλλους συντρόφους των τίποτε οίτινες ήσαν λίγο άνωθεν αυτών επί της κορυφογραμμής. Αυτοί όμως δεν μπορούσαν να μας ιδούν διότι είχε πολύ πυκνόν σκοτάδι και βρίσκοντο μέχρι εκατόν πενήντα μακρυά από ημάς.Και φύγαμε εκείθεν δίχως να μας πειράξουν ενώ ημείς δεν γνωρίζαμε τίποτε.

23._ Εφθάσαμε εις Τσιαγιλή εις την μέζιρεν του Αλή Οσμάν Ζαλούμογλου και βράδυ τέσσαρες κατέβησαν εις Μεσοχώρι στο σπίτι του Αλή Οσμάν πήραν μερικά τρόφημα και ήλθαν. Μεσάνυχτα φύγαμε και


24._ Φθάσαμε εις Τερέπασίν και άνωθεν του χωρίου όπου εζούσαν μερικές οικογένειες γνωστές από Χάρουξαν διότι το χωρίον αυτό ήτο Αρμένικο και έμεινε άδειο, και χτύσαμε μερικές καλύβες μέσα στο δασος και μείναμε.
Το βράδυ τέσσαρες κατέβησαν στο χωριό διά να φέρουν τρόφημα και την επομένην ήλθαν φέροντες λίγα τρόφημα.26._ Έξι παιδιά μαζύ και ο Αλή Οσμάν πήγαμε είς Τσιόσεραν διά τρόφημα εφθάσαμε εκεί και πήγαμε στο σπίτι του Γιακούπ Φαλτσή ογλού συγγενής του συντρόφου μας Αλή Οσμάν και όστις ζούσε εδώ.


28._ Γυρίσαμε πίσω στο λημέρι προς τα παιδιά. Βράδυ κατέβη ο Ευκλείδης εις Τερέπασιν και έστειλε τον Σαϊτ Τσιουβλέκ ογλού προς τον Τσιολάκ Χασάν να μας στέλνη τρόφημα και καπνον.


29._ Πήραμε γράμματα από Τραπεζούντα και από την Κων/λιν μας γράφουν ότι η οικογένειά μας έφθασε εις Θεσ/νίκην εις χωρίον Βολοβότ και ησυχάσαμε.


30._ Ο Σαϊτ διά μιάς γυναικός μας ειδοποιεί ότι από Κιούσεναν ειδοποίησαν προς την Κυβέρνησιν ότι βρισκόμεθα εις Τερέπασιν, να είμεθα προσεκτικοί. Αλλά ημείς σκεφθήκαμε ότι ίσως να είναι και σκηνοθεσία αυτού διά να απομακρυνθούμεν εκείθεν διότι εφοβούντο πολύ. Εν πάση περιπτώση όμως τραβηχθήκαμε μέσα στο δάσος και παρακολουθούσαμε τας κινήσεις.
Βράδυ πήγαμε στας καλύβας μας όπου ο Σαϊτ μας έφερε ψωμί.

31._ Πρωϊ φύγαμε και φθάσαμε στο βουνόν του Απιόν, όπου εμείναμε μέχρι το βράδυ και κατέβημεν εις Απιόν εις το σπίτι του Κιαούρ Αλή κτηνοτρόφου από Πλάτανα και όστις εζούσε εκεί μετά την φυγήν των Αρμενίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η Σάντα η επτάκωμος

Εις τα Ν.Α. της Τραπεζούντος κειμένη επί υψηλού οροπεδίου η Σάντα αποτελείτο εξ επτά ενοριών των εξής : Πιστοφάντων, Ισχανάντων, Τερζάντων, Ζουρνατσιάντων, Κοσλαράντων, Πινατάντων και Τσακαλάντων. Όλες δε οι ενορίες εκείντο επί του ποταμού Ιάμπολου.

Επίσης αι ενορίες είχον και άλλα επτά παραρτήματα γενικώς Φτελένια ονομαζόμενα τα εξής : Μεγ. Φτελέν Χαρατσιάντων Αλιάντων Υπαπαντή Κοπαλάντων Καρά Κοτέλ και το Ρακάν.

Ως εκ του ορεινού εδάφους της η Σάντα ήτο άγονος οι κάτοικοι ασχολούντο εις την κτηνοτροφίαν και εις την καλλιέργειαν της πατάτας και ολίγον λαχανικών μόνον προς ιδίαν χρήσην. Όλοι οι άνδρες αναγκάζοντο να μετέρχονται εις την Ρωσίαν την Αμερικήν και αλλαχού διάφορα επαγγέλματα εκτός ολίγων οίτινες έμεναν διαρκώς εις την Σάνταν ως έμποροι ξυλουργοί διδάσκαλοι κ.τ.λ.. Λόγω λοιπόν του ορεινού εδάφους και της ανεπαρκούς συγκοινωνίας η ζωή καταντούσε λίγο δύσκολος επί πλέον δε και οι ληστείες των Τούρκων όταν πηγαινοέρχονταν εις Τραπεζούντα, ανάγκασαν πολλούς εκ των κατοίκων να μεταναστεύσουν εις Ρωσίαν όπου εσχιμάτησαν πολλές κοινότητες και χωριά ίσως παραπάνω από ότι έμειναν στην Σάντα.

Όταν τον Απρίλιον του 1916 οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα ελευθερώθηκε και η Σάντα εκ του Τουρκικού ζυγού και άρχισαν οι ξενητεμένοι Σανταίοι να φθάνουν στα χωριά τους. Και επειδή λόγω του πολέμου είχε δουλειές πολλές και γνωρίζοντες οι Σανταίοι την γλώσσαν εκέρδιζαν πολλά λεφτά και η ζωή τους καλυτέρευσε κατά πολύ και το κυριότερον η ελευθερία. Μόνον όμως δύο χρόνια βάσταξε η κατάστασις αυτή διότι στα τέλη του 1917 οπότε άρχισε η Ρωσική κατάρρευσις εξ όλων των μετώπων του πολέμου τότε επρόκειτο η Σάντα να υποστεί τα μεγαλύτερα δεινά, τα οποία θα αφηγηθούμε εις το παρόν ημερολόγιον.