Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Ιούλιος 1919

Ιούλιος 1919

1._ Ανέβημεν εις το παρχάρι Σαβέριξα εμείναμεν και την επομένην εις άλλο παρχάρι Ελαφολίμνη και εκείθεν εις Σουρμανόη της Γαλίανας.
 3._ Ήλθαμε πάλιν εις Σαβέριξαν όπου μας έδωσε δύο πρόβατα ο Ισμαήλ Κανταρτσιόγλου όστις ήτο εκεί μαζί με τους Λιβερίτας και κατέβημεν εις το χωρίον Σταυροπηγή τα κόψαμε και τα ετοιμάσαμε διά τον δρόμον. Νύκτα κατέβημεν εις Κουσπιδή και εκείθεν περάσαντες το γεφύρι Κιναλή Κιοπρού εφθάσαμε εις το χωρίον Σκόπια.
4._ Ανέβημεν εις το βουνόν Διχάλ και προς το βράδυ μέσον Χορτοκόπ κατέβημεν επί της αμαξητής οδού και διά Σαχνόης περάσαμε εις το Μετόχι του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος και διανυκτερεύσαμε.
 5._ Ανέβημεν εις την Μονήν όπου μας υποδέχθηκαν προθύμως οι καλόγεροι και ο Ηγουμενεύων τότε καλόγερος Κωνστάντιος όπου εμείναμε μερικάς ημέρας. Μας ανέφερε ο Κωνστάντιος ότι εις την περιφέρειαν αυτήν είναι ένας Τούρκος ονόματι Ισεϊν εκ Κουσεράς και όστις τρομοκρατεί όλα τα χωριά και τα οποία υποχρεωτικώς του πληρώνουν χαράτσι κάθε μήνα και ότι ατιμάζει και σκοτώνει.
 Μας παρακάλεσε δε αν είναι δυνατόν να τον σκοτώσομε και να γλυτώσομε την περιφέρειαν. Επειδή όμως διά πρώτην φοράν πήγαμε εις τα μέρη αυτά και όπου οι Τούρκοι δεν μας υποψιάζοντο αποφασίσαμε πρώτον να ληστέψωμε το Τουρκικόν Κρατικόν Ταχυδρομείον το οποίον περνούσε εκείθεν διά του δημοσίου δρόμου προς το Ερζερούμ και τον υποσχεθήκαμε κατόπιν να έλθομεν λίγοι και να πιάσομε τον Ισεϊν. Διότι αν δεν εκάναμε την επιχείρησην αυτήν ήτο ζήτημα η διατροφή μας τόσων ανδρών αφού τα Ελληνικά χωριά έμειναν πάμφτωχα λόγω των λεηλασιών που υπέστησαν και λόγω των φόρων που πλήρωναν. Ως εκ τούτου την 

7._ Εστείλαμε τον Κωνστάντιον να πάει εις Χαψί κιοην και να μάθει ποίαν ώραν ακριβώς περνούσε εκείθεν το Ταχυδρομείον. Διότι άνωθεν του χωρίου αυτού και εις το μέσον του όρους Ζίγανα παρά την τοποθεσίαν Κορτέν θα έπερναμε το Ταχυδρομείον. Προς το βράδυ ελθών ο Κωνστάντιος και πονηρώς σκεπτόμενος μήπως δεν έλθομεν πλέον και γλυτώνει ο Ισεϊν μας λέγει ότι μόλις πήγα εις Κερεμλή αγοράν επί του δημοσίου δρόμου είδα μέσα εις ένα καφενείον επτά οκτώ Τούρκους οπλισμένους μαζί με τον Ισεϊν και οίτινες ήρχοντο εξ Ερζερούμ όπου είχαν πουλήσει καπνά και οίτινες ασφαλώς θα είχαν πολλά λεφτά μαζί τους και μάλιστα χρυσές λίρες όπως εσυνήθιζαν τότε οι κάνοντες το εμπόριον του καπνού. Και ότι κατά το βράδυ ο Ισεϊν τους εκάλεσε να κατεβούν μαζί εις το δικό του μαγαζί και να μείνουν παρά τον Μανομένον Άγ. Γεώργιον. Και επί πλέον ότι το μαγαζί του ήτο μονοχικόν και ευκόλως μπορούσε να ανοιχθεί και να συλλαμβάνονται.
 Τα έλεγε δε με τόσην πεποίθησην ώστε μας έπεισε και αμέσως ετοιμάσθημεν διά την επιχείρησην όπου και ο ίδιος θα ήρχετο μαζί μας προς υπόδειξην του μέρους. 

8._ Δύο ώρας προς τα ξημερώματα εγθάσαμε επί τόπου και αφήσαντες έξι συντρόφους κοντά εις Μανομένον Άγ. Γεώργιον απέχων πεντακόσια μέτρα του καταστήματος και άλλους έξι εστείλαμε προς το κάτω μέρος ούτως ώστε εν περιπτώσει που θα ήρχετο κανείς του δρόμου να εσυλλαμβάνετο διότι ήτο δημόσιος δρόμος και συνεχώς περνούσαν διαβάται. Μόλις φθάσαμε εις το μαγαζί με το πρώτον αντελήφθημεν την παγίδαν που μας έστησε ο Κωνστάντιος διότι το μαγαζί ήτο αδύνατον να ανοιχθεί διά της βίας τόσον γερά που είχε πόρτες και παράθυρα. Αλλά μια που ήρθαμε έπρεπε να επιχειρήσομε. Και επειδή ως μας είπε ήσαν μέσα και οι οπλισμένοι Τούρκοι αντί βίας μεταχειριστήκαμε και ημείς την παγίδα. Και προσποιηθέντες ότι ήμεθα Ζαντάρμες και πάμε προς υπηρεσίαν κτυπήσαμε την πόρταν και φωνάζοντες τον καταστηματάρχην να ανοίξει και αν είναι δυνατόν να κάνει ένα τσάι στον Αξιωματικόν μας διότι ήτο αδιάθετος. Μη υποψιασθείς ο καταστηματάρχης διότι στα μέρη αυτά δεν εφαντάζοντο τέτοια αμέσως εσηκώθη και μας άνοιξε την πόρτα. Μπένοντες ημείς δεν είδαμε μέσα κανένα εκτός του ιδίου και μίας γυναικός με το επταετές παιδί της κουνιάδας του Ισεϊν. Εκεί όμως εφαίνετο και μία πόρτα άλλη να ανοίγει κάπου αλλού υποθέσαμε ότι οι άλλοι θα είναι εκεί και σχεδιάζαμε τίνι τρόπω θα την ανοίξομε.
 Ο καταστηματάρχης Ιμπραήμ λεγόμενος άναψε πυράν και ετοίμαζε το τσάι όταν ο δήθεν αξιωματικός μας Αριστείδης Πετρίδης τον λέγει : Ιμπραήμ θα πείς την αλήθειαν, είμεθα απόσπασμα και εμάθαμεν ότι απόψε φιλοξενείς εδώ κάτι ανθρώπους ύποπτους και διά τους οποίους ήλθαμε εκ Τζεβιζλίκ, που βρίσκονται και που τους έχεις κρύψει; Διότι θα τιμωρηθεί αυτός αν δεν λέγει την αλήθειαν.
 Ο άνθρωπος μη γνωρίζων τίποτε λέγει : Εφέντημ το μαγαζί εδώ είναι μοναχικόν και είναι στην διάθεσήν σας σηκωθείτε και κάνετε έρευναν και αν βρείτε κανέναν τιμωρήστε εμένα. Αυτό θέλαμε, αμέσως ο αξιωματικός διατάζει έναν δήθεν Τσιαούσην με δύο Ζαντάρμες να κάνουν έρευναν. Αμέσως πήραμε το όπλο το δικό του που είχε δίπλα στο κρεβάτι του και ανοίξαμε την άλλην πόρτα αλλά αντί δωματίου βλέπομε ότι άνοιγε μέσα σε χάνι που ήτο γεμάτα γίδια. Και μη ευρόντες κανένα πήραμε από το μαγαζί ότι μας εχρειάζετο οπότε μας κατάλαβε ο Ιμπραήμ ότι δεν πρόκειτε περί Ζανταρμάδων αλλά άλλων ανθρώπων. Λίγο παραπάνω είχε και δεύτερον μαγαζί και υποθέσαμε ότι ασφαλώς θα έμειναν εκεί. Αλλά ο Ιμπραήμ ηρνήτο λέγων ότι αν θα ήτο και ο Ισεϊν μαζί τους θα ήσαν στο δικό του μαγαζί διότι ήτο συνεταίρος μαζί του.
 Τον αναγκάσαμε να έλθει μαζί μας και να ανοίξει το δεύτερον μαγαζί όπως και έγινε αλλά και εκεί δεν υπήρχαν εκτός από μερικούς άλλους αόπλους από Κελκίτ διαβάτες που νυκτωθέντες έμειναν εκεί. Ενώ εγίνοντο αυτά τυχαίως βλέπομε να κατεβαίνει από το χωρίον Χορτοκόπ εις τον δημόσιον δρόμον ένας ιππεύς οπλισμένος όστις παρ' ολίγον να σκοτώσει τον Δαμιανόν Τσιρίπ και τον οποίον συλλαμβάνων εκ των όπισθεν ο Χαρ. Λαζαρίδης αφοπλίσθη και τον έφεραν μέσα εις το μαγαζί του Ιμπραήμ. Ανακρινόμενος εμάθαμεν ότι ήτο ο Ισεϊν Τσιπουκτσή ογλου ο Κούσεραλης δηλ. εκείνος ακριβώς που ζητούσαμε. Αυτός ήτο εις το παρχάρι του και κατεβαίνοντας έμεινε εις Χορτοκόπ εισπράξας τους φόρους που τον πλήρωναν και κατά τα ξημερώματα κατέβαινε δια το μαγαζί του. Δια να πάρομε το μαστίγιον από τα χέρια του και τις μπότες δερμάτινες από τα πόδια του αναγκάσθημεν τρείς φοράς να τον δείρομε μέχρι λιποθυμίας. Αργότερα εδέθησαν τα χέρια αυτού και του Ιμπραήμ και παραλαβόντες αυτούς λίγο μακρυά από το μαγαζί τους επυροβολήσαμε. Ο μεν Ισεϊν έμεινε επί τόπου ο δε Ιμπραήμ τραυματίας διαφυγών εσώθη. Και επειδή άρχισε να ξημερώνει εφύγαμε. Λίγο άνωθεν του Αγ. Γεωργίου συναντήσαμε πολλούς αγωγιάτας οίτινες είχαν μαζί τους και ενέα βώδια μεγάλα τα πήραμε και αφού στείλαμε πίσω τον Κωνστάντιον ημείς διά μέσου Χορτοκόπ κατέβημεν εις Σκόπιαν και εκείθεν θα περνούσαμε εις το ποτάμι της Μονής Σουμελά. Αλλά πριν κατεβούμε στο γεφύρι Κιναλή Κιοπρού όπου χωρίζει ο δρόμος εμάθαμε ότι προ μιάς ώρας είχε περάσει προς τα επάνω στρατός. Γυρίσαμε προς το χωρίον Κουτουλά καθήσαμε λίγο στο σπίτι του Ανδρέα Παρχαρίδη και παραγγείλαμε να μας κάνουν ένα φούρνον ψωμιά τα οποία πληρώσαμε και ανέβημεν πάνω στο βουνό. Και την επομένην πήγαμε εις ένα σπήλαιον άνωθεν του Μετοχίου Αγ. Κωνσταντίνου. Μας ειδοποίησαν ότι εις όλα τα μέρη βγήκαν αποσπάσματα προς εξόντωσήν μας. 

11._ Ήλθαν εκ Σάντας μαζύ μας ο Κων/τίνος Τσιλιγγιρίδης, Ιωάννης Κουρτίδης, Ιωάννης Ξανθόπουλος και Γεώργιος Πηλείδης διότι και εκεί θα πήγαινε στρατός.
 12._ Χωρίσαμε από τους Αρμενείς και φθάσαμε εις Σάντα εις το λημέρι Τσιαρτακλή και Ουζούν σίρτ και επειδή στην Σάντα δεν έφτασε ακόμη στρατός πήγαμε στο χωριό.
 14._ Ανέβημεν εις το βουνό Άγ. Θεόδωρος και φυλάγαμε τον δρόμο διότι εμάθαμε ότι θα περάσουν δέκα φορτία καλαμπόκια διά να τα πάρωμε.
 15._ Πήγαμε εις Ζουρνατσιάντων και στείλαμε τον Κων/νον Παροτσήν εις Σκορδέν διά να τους πει ότι αν δεν πληρώσουν φόρον σε μας δεν θα τους αφήσωμε να μείνουν εκεί. Μόνον βρήκε στο παρχάρι τον Ιμάμην τους όστις του είπε ότι ημείς ξέρωμε την δουλιά μας και θα ετοιμάσωμε. Κατά το βράδυ περάσαμε εις Πινατάντων και συναντήσαμε τον Κων/τίνον Κορυφίδην όστις ήλθε εκ Σοχούμ της Ρωσσίας σταλείς εκείθεν με τα καλαμπόκια που μάζεψαν και έστειλαν εκείθεν οι πατριώται μας τη φροντίδι του ιατρού Ιωάννου Πασαλίδη διαμένοντος εις Σοχούμ και λαβών την άδειαν παρά της Γεωργιανής Δημοκρατίας.
 16._ Εστείλαμε επιστολήν εις Βατούμ προς την επιτροπήν απελευθερώσεως του Πόντου ήτις προ ημερών μας είχε γράψει και μας έστειλε και δύο κιάλια.
 Επίσης εγράψαμε και εις τον Γραμματέα της Μητροπόλεως Οικονομίδην και διορίζωμε αντιπρόσωπόν μας εις Τραπεζούντα. 18._ Εστήαμε το λημέρι μας εις το σπήλαιον Ουζούν σίρτ.
 22._ Επειδή θα ήρχοντο πολλοί Σανταίοι εκ Τραπεζούντος και φοβούμενοι μήπως τους πειράξουν οι Τούρκοι νύχτα φτάσαμε εις το βουνόν Αμπάρια και τους ανταμώσαμε, ήσαν μαζί τους ως συνοδοί και τρείς Ζαντάρμες αλλά δεν τους πειράξαμε και τους φέραμε στα χωριά. Ήλθε μαζί τους και ο Ελευθέριος Παμπούκ οργανοπαίκτης και τραγουδιστής τον οποίον ημείς παραγγείλαμε να έρχεται και παραλαβόντες αυτόν εγτάσαμε στο λημέρι μας.
 26._ Οι μικτάρηδες της Σάντας μαζί με ένα Ζαντάρμαν πήγαιναν εις Αργυρούπολην δι' υποθέσεις των χωριών εις Άγιον Ζαχαρίαν της Κρώμνης τυχόντες αυτούς οι Αντάρτες της Κρώμνης τους ελήστευσαν και αφόπλησαν τον Ζαντάρμαν όστις ειδοποιήσας εις το εν Ιμερά φυλάκιον έτρεξαν εκεί μερικοί Ζαντάρμες και τους κύκλωσαν ένα εξ αυτών εσκότωσαν και έναν άλλον τραυματισθέντα συνέλαβον και διά ραβδισμών εσκότωσαν και αυτόν οι δε άλλοι αφήσαντες τα όπλα τους έφυγαν και διελύθησαν.
 30._ Ήλθε ο ταχυδρόμος μας Γεώργιος Εφραιμίδης όστις παρέλαβε το καλαμπόκι το οποίον μας έστειλαν εκ Σοχούμ και εκατόν εξήκοντα παγκανότες σταλέντες εκ Τραπεζούντος. Σήμερα μανθάνομε ότι η Τουρκική Κυβέρνησις επεκύρηξεν τον Ευκλείδην και Κων/τίνον Κουρτίδην αντί δέκα χιλιάδων παγκανοτίων τον καθένα ζωντανούς ή σκοτωμένους. Πήραμε επιστολήν του Ισκεντέρ ζαδέ Ραφέτ εφέντη όστις μας γράφει ότι η Ελευθερία πλησιάζει και ότι πρέπει λέγει να φυλαχθούμε καλά να μη πάθωμε τίποτα. Από παντού μανθάνομε ότι όλα τα Τουρκικά χωριά είναι τρομοκρατημένα φοβούμενοι μήπως τους κάψωμε και πολλοί θέλουν να πιάσουν φιλίες μαζί μας και να μας στέλνουν τρόφημα διά να μη τους πειράξωμε.Επειδή ήλθαν και νέοι σύντροφοι μαζί μας εχωρήσαμε όλην την δύναμην εις τέσσαρες ομάδες προς ευκολίαν της διοικήσεως και δράσεως.1η ομάς : Ευκλείδης Κουρτίδης                Ιωάννης Κουρτίδης               Χριστόφορος Αγγελίδης               Ελευθέριος Παμπούκ               Ευστάθιος Πιστοφίδης 2η ομάς : Κωνσταντίνος Κουρτίδης                Θεόδωρος Κουρτίδης               Χαράλαμπος Λαζαρίδης               Αλέξανδρος Σπυριδόπουλος               Φίλιππος Αλματσίδης 3η ομάς : Δημήτριος Τσιρίπ               Ιωάννης Ξανθόπουλος              Φίλιππος Εφραιμίδης              Γεώργιος Βασιλειάδης              Χαράλαμπος Ποροζάν 4η ομάς : Κωνσταντίνος Τσιλιγγερίδης               Γεώργιος Σισμανίδης               Γεώργιος Πηλείδης               Χριστόφορος Καϊταλίδης              Στέφανος Στεφανίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η Σάντα η επτάκωμος

Εις τα Ν.Α. της Τραπεζούντος κειμένη επί υψηλού οροπεδίου η Σάντα αποτελείτο εξ επτά ενοριών των εξής : Πιστοφάντων, Ισχανάντων, Τερζάντων, Ζουρνατσιάντων, Κοσλαράντων, Πινατάντων και Τσακαλάντων. Όλες δε οι ενορίες εκείντο επί του ποταμού Ιάμπολου.

Επίσης αι ενορίες είχον και άλλα επτά παραρτήματα γενικώς Φτελένια ονομαζόμενα τα εξής : Μεγ. Φτελέν Χαρατσιάντων Αλιάντων Υπαπαντή Κοπαλάντων Καρά Κοτέλ και το Ρακάν.

Ως εκ του ορεινού εδάφους της η Σάντα ήτο άγονος οι κάτοικοι ασχολούντο εις την κτηνοτροφίαν και εις την καλλιέργειαν της πατάτας και ολίγον λαχανικών μόνον προς ιδίαν χρήσην. Όλοι οι άνδρες αναγκάζοντο να μετέρχονται εις την Ρωσίαν την Αμερικήν και αλλαχού διάφορα επαγγέλματα εκτός ολίγων οίτινες έμεναν διαρκώς εις την Σάνταν ως έμποροι ξυλουργοί διδάσκαλοι κ.τ.λ.. Λόγω λοιπόν του ορεινού εδάφους και της ανεπαρκούς συγκοινωνίας η ζωή καταντούσε λίγο δύσκολος επί πλέον δε και οι ληστείες των Τούρκων όταν πηγαινοέρχονταν εις Τραπεζούντα, ανάγκασαν πολλούς εκ των κατοίκων να μεταναστεύσουν εις Ρωσίαν όπου εσχιμάτησαν πολλές κοινότητες και χωριά ίσως παραπάνω από ότι έμειναν στην Σάντα.

Όταν τον Απρίλιον του 1916 οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα ελευθερώθηκε και η Σάντα εκ του Τουρκικού ζυγού και άρχισαν οι ξενητεμένοι Σανταίοι να φθάνουν στα χωριά τους. Και επειδή λόγω του πολέμου είχε δουλειές πολλές και γνωρίζοντες οι Σανταίοι την γλώσσαν εκέρδιζαν πολλά λεφτά και η ζωή τους καλυτέρευσε κατά πολύ και το κυριότερον η ελευθερία. Μόνον όμως δύο χρόνια βάσταξε η κατάστασις αυτή διότι στα τέλη του 1917 οπότε άρχισε η Ρωσική κατάρρευσις εξ όλων των μετώπων του πολέμου τότε επρόκειτο η Σάντα να υποστεί τα μεγαλύτερα δεινά, τα οποία θα αφηγηθούμε εις το παρόν ημερολόγιον.