Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Μάιος 1919


Μάιος 1919

 2._ Μερικοί οπλισμένοι Τούρκοι κατέβηκαν από το βουνόν Ισχάν και παρά το χωρίον Κοπαλάντων επυροβόλησαν το παιδάκι του Ιωάννου Σοϊλεμεζίδου δέκα τριών ετών και το τραυματίσανε.
 3._ Εμάθαμε ότι μερικοί Τούρκοι έμειναν εις Πιστοφάντων και εκείθεν να πάνε στα χωριά τους. Νύκτα εφθάσαμε εις το γεφύρι Σεκσέν Βερέ και τους περιμέναμε. Επειδή όμως δεν είχαν μαζί τους τίποτε τους αφήσαμε και το βράδυ κατέβημεν εις Πινατάντων.
 7._ Κατέβημεν εις Φτελέν και συναντήσαμε τον Αλήν Ουζούν Χαλήλ ογλου και τον Ισμαήλ Τσιλόγλου διά εκκρεμείς λογαριασμούς και γυρίσαμε εις το Κουτάλη Αμονοκούρ καθήσαμε να φάμε ότε ακούσαμε πυροβολισμούς εις το Πουρούν και βιαστικά ανέβημεν εις Πινατάντων όπου εμάθαμε ότι εσκότωσαν τηνΟυρανίαν Πηλείδου και μίαν άλλην ετραυμάτησαν εις το χέρι. Ο Αλής μας είπε ότι ο Σεϊταγάς μαζί με τον Τσιβελέκ Χασάν ετοιμάζουν Τσετέδες διά την Σάντα.
 8._ Επληροφορήθημεν ότι ο τσιαούσης όστις επλήγωσε το Πάσχα τον Νικόλαον Τσιρίπ σήμερα θα έλθει εις Γιαγμούρ τερέ. Αμέσως φθάσαμε εις το γεφύρι Σεκσέν βερέ και εστήσαμε ενέδραν. Κατά το μεσημέρι βλέπομε από Τσιχούρ να έρχεται ένας Ζανταρμάς και μόλις έφθασεν παρά το γεφύρι επυροβολήσαμε και τον σκοτώσαμε και το πτώμα του εκρύψαμε κάτω από πέτρες να μην φαίνεται και το βράδυ πήγαμε εις Πινατάντων.
 12._ Αποφασήσαμε να κόψωμε τον δρόμον του Σαζλούκ και να σκοτώσωμε όσους Τούρκους πιάνωμε διά τον φόνον της Ουρανίας και του παιδιού. Ότε όμως κατά τα ξημερώματα εφθάσαμεν εις Κοφωλείβαδον βλέπομεν ότι Τούρκοι είχαν πιασμένον τον δρόμον και φύλαγαν, παρ΄ολίγον να πέσωμε στην ενέδρα τους, γυρίσαμε πίσω εμείναμεν εις Ζουρνατσάντων και νύκτα πάλιν ανέβημεν εις Κοφωλείβαδον και πιάσαμε τον δρόμον και στήσαμε την ενέδραν περιμένοντες. Η ώρα 11 π.μ. βλέπομεν από Αγεζεράτ να έρχονται προς ημάς πολλοί ιππείς και πεζοί οπλισμένοι. Με τα κιάλια διακρίναμε δεκαοκτώ οπλισμένους οίτινες η ώρα 12 ήλθαν εις Σαζλούκ και κάθησαν επί πέντε λεπτά. Εκείθεν βλέπομεν μερικοί εχώρησαν εις τον δρόμον που κατεβαίνει στην Σάντα και όστις ήτο ελεύθερος και οι άλλοι οκτώ ένοπλοι και τέσσαρες άοπλοι ήλθον προς ημάς. Ότε ήλθαν μέσα στην ενέδραν τους φωνάξαμε να παραδοθούν αλλά αυτοί σημασίαν δεν έδωσαν και εξακολουθούσαν τον δρόμον τους καβάλα στα άλογά τους.
 Δεν χάνομε καιρόν πυροβολούμε το πρώτον στον αέρα προς εκφοβησμόν όπως παραδοθούν αλλ' αυτοί αμέσως κατέβηκαν από τα άλογα και άρχισαν να τρέχουν προς τα προχώματα πυροβολούντες. Τότε άρχισαν να πέφτουν ο εις μετά τον άλλον και μερικοί πρόλαβαν και έπεσαν στα προχώματα και τα οποία ήσαν μέσα στον κλοιόν. Μόνον οι τέσσαρες κατόρθωσαν να φύγουν εκ των οποίων οι δύο τραυματίαι.
 Επί ημήσιαν ώραν πολεμούσαν και αυτοί αλλά εκ των όπισθεν οι σύντροφοί μας τους εσημάδευαν στο κεφάλι και έτσι έμεινε μόνον ένας σώος και ο αρχηγός των Τοσούν αγάς Σουνκούρογλου τραυματίας στο χέρι και στο πλευρόν. Οι άλλοι έξι έμειναν επί τόπου εξ ών οι δύο αδελφοί του Τοσούν αγα και οι τρείς πρώτοι του εξαδέλφοι. Ο δε σώος ήτο ο γαμβρός του και όστις μόλις έμεινε μόνος σηκώθηκε επάνω και φώναξε να παύσωμε πυρ διότι παραδίδεται. Όταν ήλθε κοντά μας μας είπε ποίοι ήσαν και ότι ο Τοσούν αγάς είναι στο πρόχωμα τραυματίας. Τον στείλαμε και έφερε τον τραυματίαν και κατόπιν μαζέψαμε τα όπλα τους. Ο Τοσούν αγάς όστις μας γνώριζε και προσωπικώς μας παρεκάλεσε να τον φέρωμε ή στην Σάνταν σε κανέναν ιατρόν ή να τον βάλωμε στο άλογόν του και να τον φέρομε στο παρχάρι του. Αλλά ούτε το ένα μπορούσε να γίνει ούτε και το άλλο και τους πυροβολούμε και τους δύο μαζί και τους αφήνομε επί τόπου και το βράδυ φθάσαμε εις Πινατάντων. Εκδικηθέντες το αθώον αίμα του παιδιού και της Ουρανίας.
 17._ Κατεβήκαμε εις το λημέρι Πογιά χανάς και εκείθεν εις Υπαπαντήν όπου ειδοποιήσαμε τον Ιμπραήμ εξ Αγρίδ και ήλθε εις Μουσά και τον συναντήσαμε και του παραγγείλαμε να μας φέρει μερικό καλαμπόκι.
 19._ Πρωϊ μας έφερε το καλαμπόκι και μας λέει ότι ήλθαν έως εκατόν οπλισμένοι εκ Γεμουράς και πάνε στο βουνό να πάρουν τα πτώματα των φονευθέντων. Τους βλέπαμε εις το βουνόν Καρά κοτίλ να πυροβολούν και να προχωρούν σιγά σιγά. Ημείς εφθάσαμε εις Πινατάντων. Ήλθεν εις χιλίαρχος από Αργυρούπολην. Πήραμε επιστολήν του Ιωάννου Δοξόπουλου, όστις μας παραγγέλει να πάμε εις το παρχάρι Χαρμάν της Γαλίανας παρά το Κιμισλή διότι λέγει θέλω να σας μιλήσω επειγόντως. Πρωί εφτάσαμε εις το ρηθέν μέρος και συναντήσαμε τον Δοξόπουλον και Γεώργιον Τορλακίδην και Κων/τίνον Λεμονίδην όστις μας λέγει ότι εστάλησαν παρά του Ζανταρμά Κουμαντάν του Τζεβιζλικίου όπως μας συστήσουν να παύσωμε τις ενέργειές μας διότι λέγει όλοι οι Τούρκοι διαμαρτύρονται και θα σταλεί ένα τάγμα στρατού προς καταδίωξήν μας. Κατά το βράδυ μαζί μ' αυτούς κατέβημεν εις Σάντα.
 21._ Ήλθε ένας αξιωματικός και είκοσι στρατιώται εξ Αργυρουπόλεως. Εκ Τζεβιζλίκ εκ μέρους του Καϊμακάμη ήλθαν ο Ιωάννης Μαστιγόπουλος και Γεώργιος Σιαλβαράς προς ημάς όπως πάμε εις την μονήν Σουμελά και συναντηθούμε μαζί του διότι θέλει να μας μιλήσει. Το βράδυ πήγαμε εις Πιστοφάντων. Και προς τα ξημερώματα στείλαμε μερικά παιδιά εις Καζουκλή όπου συνάντησαν δύο Τούρκους τους αφόπλησαν και πήραν μερικά τρόφημα και βράδυ ήλθαν.
 23._ Εφύγαμε με τους απεσταλμένους και εφθασαμεν εις την Μονήν Σουμελά και στείλαμε τον έναν να ειδοποιήσει τον Καϊμακάμην και έρχεται αλλά δίχως συνοδείαν αν θέλει να συνενοηθούμε.
 24._ Έφθασε εις την Μονήν ο Καϊμακάμης και ο Ζαντάρμα Κουμαντάν μόνον με έναν Ζαντάρμαν και πήγαμε μέσα τρείς διά να δούμε τι θα μας έλεγαν. Μας επρότειναν να καταθέσομε τα όπλα και να παραδοθούμε και ότι δεν θα μας πειράξουν ή δε άλλως αν εξακολουθεί αυτή η κατάστασις και επειδή όλοι οι Τούρκοι παραπονούνται θα αναγκασθεί η Κυβέρνησις να μας καταδιώξει συστηματικώς. Επειδή όμως δεν συμφωνούσαμε περί καταθέσεως όπλων και διά το οποίον αυτοί επέμενον τους είπαμε να βγούμε έξω και να συνενοηθούμε με τους συντρόφους μας και να αποφασήσωμε τι θα κάνομε και το πρωί θα τους πούμε την απόφασήν μας απεσύρθημεν εις τα κελιά της Αγ. Βαρβάρας αφήσαντες ένα σκοπόν να παρακολουθεί τον δρόμον. Εν τω μεταξύ έφθασε και ο Αρμένιος Χαμπάρ με την ομάδαν ένδεκα τον αριθμόν. Ο σκοπός μόλις εβράδιασε μας ειδοποίησε ότι τρείς Ζαντάρμες και δύο αγροφύλακες έφθασαν εις την Μονήν. Υποψιασθέντες ότι πρόκειται περί πλεκτάνης εκ μέρους του Καϊμακάμη σηκωθήκαμε και φύγαμε.
 Ότε κατέβημεν κάτω στο γεφύρι καθήσαμε να συνενοηθούμε περί του πρακτέου. Ότε διακρίνομεν στο σκότος να έρχονται οι Ζαντάρμες και πήγαν εις την Μονήν αμέσως κυκλώσαντες αυτούς τους συλλάβαμε όλους τους αφοπλήσαμε και αφού βγάλαμε και τα παντελόνια τους και τα χιτώνια, τους αφήσαμε και τους είπαμε να πάνε να πουν ότι είδαν και έπαθαν. Εμείς βεβαίως νομίσαμε ότι επρόκειτο περί παγίδος και διά τούτο τους εξευτελίσαμε κατ' αυτόν τον τρόπον. Ενώ αργότερα εμάθαμε ότι αυτοί ήσαν φύλακες σε κάποιον δρόμον και τυχαίως ήλθαν εκεί να πάρουν τρόφημα διότι τα δικά τους ετελείωσαν και διά τούτο τους απέπεμψεν και ο Καϊμακάμης την ίδιαν βραδυά διά να μη χαλάσουν τα σχέδιά μας.
 Εφθάσαμε εις Μέζιρεν Πανκάλ όπου εμείναμε.
 26._ Όλοι μαζί είκοσι ένας τον αριθμό ανέβημεν από την Μονήν εις το παρχάρι Καρά αγάτς διανυκτερεύσαντες. Το πρωί από το βουνόν Χαντσούκα κατέβημεν εις το παρχάρι Αγ. Χριστόφορος όπου μακρόθεν διακρίναμε δύο άλογα και μερικούς οπλισμένους και νομίσαντες αυτούς Τούρκους τους επετέθημεν και όταν κατεβήκαμε εκεί αναγνωρίσαμε τα άλογα ήσαν του Δαμ. Τσιρίπ τον οποίον ημείς αφήσαμε στην Σάντα αλλά κατά την διαμονήν μας εις την Μονήν και Παγκάλ αυτός ήλθε και επέρασε με την ομάδα του εκεί. Και όταν αυτοί τέσσαρες τον αριθμόν μας είδαν τόσους πολλούς διότι ήλθαν και Αρμενείς μαζί μας ούτε και αυτοί μας ανεγνώρησαν και αφήσαντες τα άλογα έφυγαν προς το παρακείμενον δάσος και εξηφανίσθησαν. Ημείς κατεβήκαμε εις τον δρόμον Λαραχανής όπου μετά ημήσιαν ώραν ήλθαν καμιά σαράντα φορτία εμπορικά εκ Τραπεζούντος διά Βαϊβούρτ. Πήραμε ένα φορτίον σύκα ένα φορτίον σταφίδας δύο φορτία καλαμπόκια και μία μεγάλη κάσα κονιάκ Μπαμπαρέσου, καθώς και δύο βώδια που είχαν μαζί τους. Τα δύο φορτία βάλαμε στα άλογα του Τσιρίπ πήραμε και δύο άλογα από αυτούς και φύγαμε και την ίδια ημέρα φθάσαμε εις το δάσος έναντι της Μονής και το πρωί πήγαμε εις το παραπλησίον σπήλαιον Σεσλή καγια και εμείναμε.

 Κατά το βράδυ όλοι σχεδόν εμέθυσαν από το κονιάκ και όλην την νύκτα τραγουδούσαν και διασκέδαζαν. Επειδή το μέρος είναι απότομον και ασφαλές εδώ εμείναμε αρκετές ημέρες μέχρις ότου τελειώσουν τα τρόφημά μας. Εν τω μεταξύ πολλά εκ των παιδιών πήγαιναν εις τα σπίτια των διά να αλλάξουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η ΕΠΤΑΚΩΜΟΣ ΣΑΝΤΑ

Η Σάντα η επτάκωμος

Εις τα Ν.Α. της Τραπεζούντος κειμένη επί υψηλού οροπεδίου η Σάντα αποτελείτο εξ επτά ενοριών των εξής : Πιστοφάντων, Ισχανάντων, Τερζάντων, Ζουρνατσιάντων, Κοσλαράντων, Πινατάντων και Τσακαλάντων. Όλες δε οι ενορίες εκείντο επί του ποταμού Ιάμπολου.

Επίσης αι ενορίες είχον και άλλα επτά παραρτήματα γενικώς Φτελένια ονομαζόμενα τα εξής : Μεγ. Φτελέν Χαρατσιάντων Αλιάντων Υπαπαντή Κοπαλάντων Καρά Κοτέλ και το Ρακάν.

Ως εκ του ορεινού εδάφους της η Σάντα ήτο άγονος οι κάτοικοι ασχολούντο εις την κτηνοτροφίαν και εις την καλλιέργειαν της πατάτας και ολίγον λαχανικών μόνον προς ιδίαν χρήσην. Όλοι οι άνδρες αναγκάζοντο να μετέρχονται εις την Ρωσίαν την Αμερικήν και αλλαχού διάφορα επαγγέλματα εκτός ολίγων οίτινες έμεναν διαρκώς εις την Σάνταν ως έμποροι ξυλουργοί διδάσκαλοι κ.τ.λ.. Λόγω λοιπόν του ορεινού εδάφους και της ανεπαρκούς συγκοινωνίας η ζωή καταντούσε λίγο δύσκολος επί πλέον δε και οι ληστείες των Τούρκων όταν πηγαινοέρχονταν εις Τραπεζούντα, ανάγκασαν πολλούς εκ των κατοίκων να μεταναστεύσουν εις Ρωσίαν όπου εσχιμάτησαν πολλές κοινότητες και χωριά ίσως παραπάνω από ότι έμειναν στην Σάντα.

Όταν τον Απρίλιον του 1916 οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τραπεζούντα ελευθερώθηκε και η Σάντα εκ του Τουρκικού ζυγού και άρχισαν οι ξενητεμένοι Σανταίοι να φθάνουν στα χωριά τους. Και επειδή λόγω του πολέμου είχε δουλειές πολλές και γνωρίζοντες οι Σανταίοι την γλώσσαν εκέρδιζαν πολλά λεφτά και η ζωή τους καλυτέρευσε κατά πολύ και το κυριότερον η ελευθερία. Μόνον όμως δύο χρόνια βάσταξε η κατάστασις αυτή διότι στα τέλη του 1917 οπότε άρχισε η Ρωσική κατάρρευσις εξ όλων των μετώπων του πολέμου τότε επρόκειτο η Σάντα να υποστεί τα μεγαλύτερα δεινά, τα οποία θα αφηγηθούμε εις το παρόν ημερολόγιον.